ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΤΗΣ ΣΠΑΝΑΚΟΠΙΤΑΣ
(ρομαντικόν)
-
Ο μπάμπουρας μπήκε από το ανοιχτό του κράνος,
χτύπησε πάνω στο θεληματικό του πηγούνι, και μετά περνώντας μπροστά από τα
έκπληκτα γκριζογάλανα μάτια του κατέληξε με το στροβιλισμό του ανέμου στους
γκρίζους κροτάφους του.
Σταμάτησε και έβγαλε το κράνος για να τον
ελευθερώσει. ‘Πέτα ελεύθερος μικρέ μπάμπουρα’ ψιθύρισε. Το έντομο τον κοίταξε
σαστισμένο και μετά ζουζούρισε χαρούμενα μακριά.
Αν το διοικητικό συμβούλιο της αυτοκρατορίας
του τον έβλεπε τώρα σίγουρα δεν θα το πίστευε, ότι αυτός ο ισχυρός αυτοδημιούργητος
άνδρας που όριζε τις τύχες τόσων ανθρώπων θα είχε ένα απλό καθημερινό χόμπι
όπως η μοτοσυκλέτα. Κι όμως πάντα του άρεσε, του έδινε μια αίσθηση ελευθερίας
που δεν την έβρισκε στο λήαρ τζετ του ή στα τρικάταρτα ιστιοφόρα του.
Ξεκίνησε ξανά αργά, κυλώντας την μεγάλη
γυαλιστερή πανάκριβη μοτοσυκλέτα του με τις δυο της ρόδες στον καταπράσινο
επαρχιακό δρόμο, γεμάτο αίλανθους, ενδημικούς κρόκους, γρεβίλλειες και
ζουλατζιές. Τον είχε αγοράσει λίγο ακριβά αυτό το δρόμο αλλά το άξιζε. Ήταν
βέβαια λίγο επικίνδυνος ακόμα και μετά τις επισκευές μια και είχαν μείνει
δυόμιση λακκούβες και μια κλίση λιγότερο από ιδανική – αλλά του άρεσε να ζει
στο όριο. Τον κρατούσε ζωντανό.
Πήρε τη στροφή με χάρη, παίρνοντας πρώτα κλίση
5, μετά 6 και μετά 7 μοίρες. Δεν ήταν εύκολο για κάποιον αμύητο, ειδικά με πάνω
από 60 χιλιόμετρα
ταχύτητα αλλά η άρτια εκπαίδευση του τον είχε μάθει να μη λυγίζει ακόμα και σε
συνθήκες τέτοιας έντασης. Έβαλε δευτέρα χωρίς να κόψει καν και συνέχισε στην
ευθεία. Ένας εκ των μπάτλερ που ήταν παραταγμένοι στα σημεία για τα φρένα του
υπενθύμισε την επόμενη γρήγορη στροφή των 70 που πλησίαζε.
Αυτή ήταν η στροφή τους. Όταν μαζί του ήταν
Εκείνη. Αναστέναξε αργά προσέχοντας με τη διεισδυτική ματιά του τον ορίζοντα
μην καταπιεί κανένα μπάμπουρα στην αναρρόφηση. Θυμήθηκε εκείνη την τελευταία
φορά. Σε μια στιγμή πάθους και τρέλας, είχαν πάρει μαζί τους λίγα
αγριογουρουνοπιτάκια με μαραθόσπορο και σως αστερία, δυο χιαμπάνιες (έλα με
προφορά, μη μου χαλαρώνετε τώρα) και την περίφημη της σπανακόπιτα και είχαν
φύγει στο άγνωστο, δηλαδή στον επόμενο πύργο του 10 χιλιόμετρα
παρακάτω.
Σε μια έκρηξη πάθους και γαστριμαργίας του
είχε δώσει ένα κομμάτι σπανακόπιτα εν κινήσει, περνώντας την με χάρη και
κομψότητα μέσα απ’ το κράνος. Το κρεμμυδάκι τον ξάφνιασε, όπως και τα μυρώνια.
Δεν το περίμενε. Ήταν μια μικρή γκουρμέ επανάσταση στον τόσο ελεγχόμενο κόσμο
του. Σάστισε τόσο που έχασε τη στροφή. Φρέναρε από τα 40 σταδιακά στα 35, στα
30, στα 20, στα 10, με τα ατσάλινα μπράτσα του να τεντώνονται κάτω από το ακριβό
ιταλικό του δερμάτινο.
Έπεσαν.
Ξεγλίστρησαν απ’ το θάνατο εκείνη τη μέρα,
όμως εκείνη η τσουκνίδα που βρήκε τρόπο να περάσει μέσα από την πανοπλία του
τον έκανε να μείνει στο κρεβάτι δυο μήνες ώσπου να αναρρώσει - κάτι που του
κόστισε δισεκατομμύρια. Οι αντίπαλοι του πίστεψαν ότι τέλειωσε. Ευτυχώς είχε
πάντα μαζί του λίγα φύλλα μολόχας και είχαν αποφύγει τα χειρότερα. Εκείνη είχε
σηκωθεί με τα μεγάλα αμυγδαλωτά της μάτια δακρυσμένα. ‘Συγγνώμη… συγγνώμη για
το κρεμμύδι και τα μυρώνια … σε αναστάτωσα… εγώ δεν…συγχώρεσε με…’
Η ίδια όμως δεν μπόρεσε να συγχωρήσει ποτέ τον
εαυτό της. Πήρε την πρώτη Aston Martin που βρήκε μπροστά
της κι εξαφανίστηκε απ’ τη ζωή του. Δεν την είχε ξαναδεί από τότε, όσες
προσπάθειες κι αν είχε κάνει. Από τότε μόλις έβλεπε μια επικίνδυνη στροφή πάντα
ένιωθε τη γεύση της σπανακόπιτας στο στόμα του. Τις σκέψεις του όμως διέκοψαν
οι φιγούρες με τα μπλε που του έκαναν νόημα να σταματήσει.
‘Τροχαία;’ σκέφτηκε. Η αλήθεια είναι ότι μόλις
πρόσφατα είχε αγοράσει το δρόμο. Έπρεπε να φρενάρει εκτός σχεδίου, το μισούσε
όταν συνέβαινε αυτό. Τα κατάφερε όμως, αυτή τη φορά χωρίς να τσακίσει κάποιον –
αν και τις προηγούμενες 48 φορές ο διοικητής είχε δείξει μεγάλη κατανόηση. Κατέβηκε
και αμέσως ένιωσε κεραυνοβολημένος.
‘Εσύ;! Ω εσύ; Εσύ ω;!’
Εκείνη φάνηκε το ίδιο κεραυνοβολημένη.
Προσπάθησε να συγκρατηθεί. Τι να του έλεγε; Ότι οι ενοχές της την είχαν κάνει
να εγκαταλείψει τον μεγαλύτερο οίκο μόδας του γνωστού σύμπαντος και να
αφιερώσει τη ζωή της στην οδική ασφάλεια μετά απ’ αυτό που του είχε κάνει;
‘Τα χαρτιά σας παρακαλώ’ ψέλλισε προσπαθώντας
να κρατήσει τη συγκίνηση της. Αυτός άνοιξε αργά την πλαϊνή κομψή ιταλική
δερμάτινη βαλίτσα με το οικόσημο του, και έβγαλε το δίπλωμα του το οποίο επίσης
είχε το οικόσημο, όπως και όλα του τα σερβίτσια και τα σώβρακα. Το βλέμμα της
έπεσε σε ένα μικρό ασημένιο τάπερ.
‘Μα αυτό… Αυτό είναι…’
‘Ναι. Είναι το τάπερ που είχες φέρει εκείνη τη
μέρα. Ακόμα μυρίζει το κρεμμυδάκι. Γι’ αυτό το κράτησα. Δεν πέρασε μέρα να μη
σε σκεφτώ. Και μερικές φορές – το βλέμμα του σκλήρυνε σαν κασσίτερος – όταν
βρίσκομαι απέναντι σε μια επικίνδυνη στροφή πάντα έχω τη γεύση του κρεμμυδιού
στο στόμα μου.’
Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο. Πέταξε το
πηλίκιο της και τον αγκάλιασε δακρυσμένη. Ο συνάδελφος της είχε σαστίσει. ‘Μισό
λεπτό… δεν μπορείτε…’
Εκείνη κοίταξε τον ημίβλακα συνάδελφό της κατάματα.
‘Αυτή η ζωή δεν μου ταιριάζει. Προσπάθησα. Πλήρωσα για το λάθος μου. Όμως πάντα
ζούσα στα όρια του νόμου. Πάντα ήμουν ατίθαση, αδάμαστη, καγκουρού. Μερικές
φορές δεν είχα φραγμούς, και το πλήρωσα, όπως τότε με το κρεμμυδάκι. Αλλά δεν
μπορώ ν’ αλλάξω αυτό που είμαι Χάουαρντ.’
Την αγκάλιασε σφιχτά. ‘Αγάπη μου αγάπη μου
αγάπη μου αγάπη μου’ της ψιθύρισε σε μια λογοτεχνική έκρηξη.
Εκείνη ανέβηκε πίσω στη μεγάλη πανάκριβη γυαλιστερή
του μοτοσυκλέτα με τις δυο ρόδες και χάθηκαν στο ηλιοβασίλεμα. Ναι, θα πήγαιναν
στον πύργο, όπου θα έφτιαχνε μια πίτα με διπλή δόση κρεμμυδάκι. Ίσως και μυρώνια.
Ποιος ξέρει;
Εκείνος έβαλε δευτέρα και πήγε μέχρι τα 71
ελπίζοντας ότι ο κινητήρας θα αντέξει. Γιατί τη αξία έχει η ζωή χωρίς λίγο κρεμμυδάκι
– ή λίγο κίνδυνο;
Δη εντ.