SANTE
Ο Παναγιώτης τον κοίταξε περιπαικτικά, μ’ ένα χαμόγελο να γλυστράει στην άκρη των χειλιών του και ξανακοίταξε το άκομψο σκίτσο με τις δυνατές γραμμές του πάνω στο πακέτο τα Σαντέ.
«Πάλι άγγελους ζωγραφίζεις ρε;»
Ο Μίλτος έριξε το κεφάλι πίσω και γέλασε, με κείνο το γέλιο που κάθε φορά έκανε τα κεφάλια να γυρίζουν. Πολύ δυνατό για να ναι παιδικό, κι όμως μ’ εκείνη την καθαρότητα που μόνο ένα γέλιο αγορίστικο έχει. Κοίταξε τον Παναγιώτη συνωμοτικά. «Να σου πω ένα μυστικό; Δεν είναι άγγελοι. Ο Ίκαρος είναι» του ψιθύρισε.
Το μυαλό του πήγε πίσω, στο πρώτο σκίτσο του Ίκαρου που είχε ζωγραφίσει στο μπλέ γυαλιστερό «Τετράδιον» της έκθεσης της Δ’ Δημοτικού. Ο δάσκαλος τους είχε πει να γράψουν μια έκθεση να εξηγούν γιατί ο Ίκαρος «έφτασε σ’ αυτήν του την παράλογη πράξη» κι ο Μίλτος είχε γράψει από κάτω δυο λέξεις μόνο. «Γιατί πνιγόταν». Από κάτω είχε ζωγραφίσει τον Ίκαρο, χέρια ανοιχτά, κέρινα φτερά και το βλέμμα στον ήλιο - κι από τότε του κόλλησε το σκιτσάκι. Το’κανε αφηρημένα σε χαρτοπετσέτες, σημειωματάρια, πακέτα τσιγάρα… σαν το Σαντέ που κοιτούσε εξεταστικά τώρα ο Παναγιώτης. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν αλλά το σκίτσο του παρέμεινε σαν το γέλιο του, παιδικό.
«Άσε τώρα τον Ίκαρο και τέλειωνε τον καφέ. Άντε, πάμε να δούμε τι σούργελο πήρες.» είπε ο Μίλτος προσπαθώντας να κρύψει τη λαχτάρα του.
Δυο στενά πιο κάτω ήταν. Το είχε παρκάρει στη σκιά, μακριά από αυτοκίνητα. Άσε που θα το ‘βλεπε κάνα μάτι. Αυτά ήταν παράνομα εδώ και χρόνια για να τα κυκλοφορείς έτσι μέρα μεσημέρι. Ο Μίλτος έστριψε τη γωνία και ξαφνικά το είδε. Δάγκωσε τα χείλια δυνατά, πήγε κοντά και ακούμπησε το χέρι μαλακά στη σέλλα, χαιδεύοντας γλυκά όπως κάνουν στ’ άλογα. Έσκυψε και είδε την ανάσα του να ζωγραφίζει ένα θολό σύννεφο πάνω στο γυαλιστερό κυπαρισσί χρώμα στο κερωμένο τεπόζιτο. Τα χρώμια έκαναν τον εξακύλινδρο κινητήρα να φαίνεται σαν τους καθρέπτες που πολλαπλασιάζουν τα είδωλα μέχρι που μένεις να κοιτάς σα χαζός προσπαθώντας το βλέμμα σου να βρει αρχή και τέλος. Γύρισε απότομα στον Παναγιώτη. «Που το βρήκες αυτό ρε;». Παραξενεύτηκε κι ο ίδιος από την πονεμένη χροιά στη φωνή του. «Μην το ψάχνεις» είπε ο Παναγιώτης με σπασμένη φωνή. «Το φτιάχνω μήνες τώρα.»
Με χέρια που τρέμανε, ο Μίλτος έβγαλε τα Σαντέ με τον Ίκαρο και άναψε πεινασμένα ένα. «Δώσε μου» είπε λαίμαργα, κι ο Παναγιώτης του έδωσε τα κλειδιά. Ανέβηκαν πάνω και το τραχύ μούγκρισμα απ’ το ξύπνημα του θηρίου θα έκανε τον Βάγκνερ να κάψει τις Βαλκυρίες. Πόσα να κυκλοφοράνε ακόμα; Πόσα να υπάρχουν ακόμα; Και σ’ αυτήν την κατάσταση; Αν είναι δυνατόν… Αν δεν ήταν τόσο δοσμένος στην εμπειρία που ζούσε μπορεί και να ζήλευε. «Αυτό είναι…» ψέλλισε σιγανά. Δεν ήθελε να ξεκινήσει ακόμα. Ήθελε να χορτάσει κάθε τι που έβλεπε. Χάιδεψε με το χέρι του το αριστερό καπάκι αφήνοντας τα δάχτυλα του να χορέψουν πάνω στα ανάγλυφα γράμματα. Ζ 1300. Έτος 1978. Το πρώτο. Από μικρός το ήθελε, το λαχτάραγε, το χάζευε για ώρες όπου το έβλεπε, αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει να το κάνει δικό του. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, ο παιδικός φίλος που είχε εξαφανιστεί αθόρυβα απ τη ζωή του όπως κάνουν οι περισσότεροι είχε εμφανιστεί από το πουθενά… μαζί μ’ αυτό.
Έβαλε πρώτη απαλά, το άφησε να κυλίσει, κάτι πήγε να πει στον Παναγιώτη αλλά η φωνή του πνίγηκε, κι ο Παναγιώτης σαν να το κατάλαβε τον χτύπησε στην πλάτη και του ψιθύρισε «πάμε, να δούμε που θα μας βγάλει σήμερα.»
Όταν οδηγάς χρόνια η σκέψη σου ακολουθεί το δρόμο με ακρίβεια διαβήτη. Αυτή τη φορά φαινόταν σαν ο δρόμος να ακολουθεί τη σκέψη του. Ένα αλλόκοτο συναίσθημα, σαν να σκεφτόταν το δρόμο κι αυτός να χύνεται, να κυλάει απ’ το όνειρο και να παίρνει μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια του. Σαν αυτή την ευθεία. Έκοψε ταχύτητα, έβαλε πρώτη, άφησε να ρολάρει γλυκά. Με το σεις και με το σας την είχε μέχρι εκεί. «Είναι ώρα, δεν μπορεί να περιμένει άλλο, είναι ώρα» σκέφτηκε. Περίμενε χρόνια γι’ αυτό.
Το λάστιχο έγραψε ένα S στην άσφαλτο και ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται καθώς οι στροφές ανέβηκαν τρελλά χτυπώντας τα κόκκινα, πήρε μια βαθιά ανάσα, όπως οι πυγμάχοι όταν τραβιούνται για να δώσουν το επόμενο χτύπημα και την άφησε να βγει με μια, σ’ ένα τέλειο συγχρονισμό καθώς το πόδι του χτύπησε δυνατά πάνω τη δευτέρα. «Ρίχτα, μην τη φοβάσαι αντέχει ρίχτα» του ούρλιαξε ο Παναγιώτης για ν’ ακουστεί. Δευτέρα, στιγμιαίο ζύγισμα του γκαζιού, κόκκινα, τρίτη, κόκκινα, η φωνή του δεν έβγαινε, τα μάτια του είχαν δακρύσει, ο ορίζοντας να στενεύει, ένας πόθος που περίμενε σε μια σπηλιά του νου σαν το θηρίο τόσα χρόνια ρε, τόσα χρόνια, τετάρτη, κόκκινα, άρχισε να ουρλιάζει μη μπορώντας να κρατήσει άλλο την κραυγή μέσα του, ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν εκατοστά δίπλα απ’ το θηρίο και γύρισε με μία το γκάζι όσο έπαιρνε. Και τότε τον είδε.
Στεκόταν στην άκρη του δρόμου πέρα μακριά, στην αρχή μια κουκκίδα. Σιγά σιγά ξεκαθάρισε, η φιγούρα του μπάτσου, κι ένα χαμόγελο σα ξινισμένο βούτυρο. «Μαύρα φοράνε τώρα;» αναρωτήθηκε στιγμιαία ο Μίλτος. Ούτε τη μηχανή του ήξερε τι ήταν. Από τότε που είχαν αποκτήσει ένα σωρό ηλεκτρονικά και «αυτόματους πιλότους» όπως τα’λεγε είχε χάσει το ενδιαφέρον του. Γρήγορα πήγαινες αλλά λες και καθόσουνα τρίτη σειρά στο σχολικό με τη μούζικα και το ερκοντίσιον. Το 1300 μούγκρισε λες και ήθελε να του θυμίσει ότι ήταν εκεί. Ξανακοίταξε με την άκρη του ματιού το μαυροντυμένο μπάτσο ν’ ανεβαίνει στη μηχανή του και ξανάνοιξε το γκάζι τέρμα.
Καλά πήγαινε ο μπάσταρδος, όλο και πλησίαζε. «Όχι φίλε. Δε θα στο κάνω το χατήρι» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του ο Μίλτος, και με μάτια καμμένα απ’ τον αέρα κοίταξε την απότομη κλειστή που πλησίαζε.
«Αυτό το ξέρεις;» φώναξε κόντρα στον αέρα και πατώντας το πίσω φρένο χωρίς να κλείσει γκάζι - παρά ελάχιστα, ένιωσε τον πίσω τροχό να χάνεται για δευτερόλεπτα πριν ρίξει το Kawasaki που έτρεμε ολόκληρο στην κορυφή της στροφής και δώσει όλο το γκάζι με ανάποδα. Και μετά, σαν ξαφνικό ξημέρωμα, απλώθηκε μπροστά του η ευθεία.
Ο καρπός του πόνεσε κολλώντας το γκάζι στο στοπ. Πρέπει να του είχε κερδίσει μέτρα στη στροφή. Πρέπει. Ο Παναγιώτης κάτι ούρλιαξε αλλά δεν άκουγε, είδε την ευθεία ατελείωτη μπροστά κι ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν, μια παγωνιά που απλωνόταν στα μπράτσα και σφιγγόταν πάνω του σα σεντόνι. Τότε σαν να έσπασε ο χρόνος δεν έβλεπε πια μια συνεχή εικόνα αλλά μια αλληλουχία καρέ όλο και πιο αργή, η ευθεία να θρυμματίζεται κομμάτια, το κοντέρ να κολλάει τη βελόνα στο στόπ και να τη σπάει σε διαδοχικά βασανιστικά καρέ, σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό με το χέρι ακόμα κόκκαλο στο γκάζι και ένιωσε να τυφλώνεται, όλα έγιναν ένα στο μυαλό του, ο βρυχηθμός του 1300, τα μάτια του Παναγιώτη, η ανάσα του στο τεπόζιτο, τα παγωμένα του χέρια. Κι όπως κοίταξε πάνω, με φόντο ένα εκτυφλωτικό ήλιο, είδε τον Ίκαρο να καίγεται.
Η Στέλλα κοίταξε την πόρτα που μόλις είχε κλείσει πίσω του ο γιατρός με τα γκρίζα που της είχε φανεί σα λεκές στην ανυπόφορη ασπρίλα του νοσοκομείου. Το λογύδριο χιλιοειπωμένο. «Ήταν σε μεγάλη ηλικία… δεν ταλαιπωρήθηκε… τα φάρμακα που του δώσαμε… πιθανές παρενέργειες… φάνηκε για λίγο να έχει αισθήσεις… αλλά τελικά… η καρδιά βλέπετε…»
«Μαμά ο παππούς ο Μιλτιάδης είναι εδώ;». Η φωνή του μικρού σταμάτησε τις σκέψεις της. Πήρε τη φωτογραφία που της έδειχνε ο μικρός. Μόνο αυτή τον επισκεπτόταν πια... πως βρέθηκε εδώ αυτή η φωτογραφία; Και γιατί δεν την είχε ξαναδεί;
Ήταν ο πατέρας της στα νιάτα του, δεν σήκωνε αμφιβολία, μ΄ένα φίλο του. Πρέπει να είχε πάρει φως η φωτογραφία γιατί το πρόσωπο του φίλου του είχε τόση λάμψη που δεν διέκρινες καν χαρακτηριστικά. Οι δυό τους αγκαλιασμένοι μπροστά σε μια μοτοσικλέτα που δεν της θύμιζε τίποτα απολύτως. Θυμήθηκε που έλεγε πάντα ότι θα αγόραζε μια αλλά ποτέ δεν τα κατάφερε. Όλο δανεικές έπαιρνε. Μια ζωή δανεικές. Σαν τα μάτια του τις πρόσεχε γι αυτό του τις έδιναν.
Κι αυτό ; Δεν μπορεί… είχε κόψει το κάπνισμα πριν πολλά χρόνια. Εξάλλου αυτά δεν βγαίνουν ακόμα, βγαίνουν; Χάιδεψε με τα δάχτυλα τον άτσαλα ζωγραφισμένο άγγελο στην πίσω πλευρά του πακέτου. «Σαντέ» μουρμούρισε. Η κοπέλλα πάνω στο πακέτο την κοίταζε χαμογελαστή, γέρνωντας πίσω το κεφάλι.
5 σχόλια:
:-)
Yperoho komati...
To iha diavasi pali sto moto...??
I kapou alou...??
Iperoho....
Λυκο,αει στο γερο διαολο..οποτε το διαβαζω με παιρνουν τα ζουμια διαλε την πιστη σου...
Φιλε Μπαντιτ οχι.. αυτα ειναι μονο για εδω. Θενκς..
Gsat γραφω αστεια ποναει το συκωτι, γραφω σοβαρα παιρνουν τα ζουμια, ΜΙΑ ΜΟΥ ΛΕΤΕ ΣΟΔΑ ΜΙΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΑΔΑ, ΤΙ ΘΕΤΕ?
bandit, to exeis diavasei edo
http://www.mybike.gr/index.php?showtopic=4883
Δημοσίευση σχολίου