1
Αγκαθάκι
Ένα μικρό αγκαθάκι στην αριστερή
μεριά του ντεπόζιτου, πάνω στο νίκελ. Ο
κυρ-Γιάννης, ο πατέρας του
Στράτου, είχε περάσει νίκελ τα φιλέτα του V7 όταν την είχε βάψει εκείνο το λευκό που του άρεσε, ένα λευκό βαρύ
σα κρέμα, έτοιμο να στάξει από πάνω της και να ποτίσει με πηχτές κηλίδες την
άσφαλτο.
Στο αριστερό νίκελ φιλετάκι λοιπόν
είχε το αγκαθάκι. Το ένιωθες ακόμη και πάνω απ’ το γάντι καμιά φορά. Δεν είχε
πετύχει εκεί το νίκελ; Είχε πετάξει μπιμπίκι μετά από τόσο καιρό στην υγρασία;
Ποιος ξέρει, μπορεί. Πάντως από τότε που θυμόταν ο Στράτος το V7 του πατέρα του, έτσι ήταν, με το
αγκαθάκι στο πλευρό. Όποτε το έπλεναν μαζί, με τα πανάκια και το κερί, πάντα
πατούσε μαλακά εκεί πέρα λες κι ήταν πληγή.
Όταν έφυγε ο Γιάννης – η γειτονιά
είχε μαζευτεί σαν μαυροπούλια, κρίμα, νέος άνθρωπος – ο Στράτος ήταν ακόμα
μικρός κι έτσι το Guzzi έμεινε για κάμποσα χρόνια παρατημένο στην υγρασία της γωνιάς
του κήπου. Ένας λόγος ήταν ότι απέφευγε να ακουμπήσει τα πράγματα του πατέρα
του για πολύ καιρό. Ίσως για να διατηρήσει μια ψευδαίσθηση ότι μια μέρα θα
ξανάμπαινε στο σπίτι, θα τον αγκάλιαζε και θα του κανε εκείνο το πονηρό ‘έλα’,
με το μάτι μόνο, χωρίς να το πάρει γραμμή η κυρά Ελένη. Κι αυτός θα
στρογγυλοκαθόταν στη μαλακή σέλα του Guzzi και θα έφευγαν.
Του άρεσε στη μηχανή να
μισοκλείνει τα μάτια, να νιώθει με το σώμα τις στροφές, να βγάζει τη γλώσσα
στον αέρα, να ανοίγει τα χέρια του διάπλατα προσπαθώντας ν’ αγκαλιάσει τον αέρα
κι αυτός να γλιστράει ανάμεσα στις παλάμες και στα δάχτυλα και μετά να ανοίγει
τα μάτια και να είναι σ’ ένα άλλο μέρος, πέρα μακριά, πέρα μακριά, πέρα μακριά.
Πως δεν ήταν
μαγικό αυτό;
Δεν πήγαιναν πολλές βόλτες, γιατί
φοβόταν η κυρά Ελένη – αλλά τις
περισσότερες τις θυμόταν. Έκλεινε τα μάτια του όταν περνούσαν απ’ τους στενούς
δρόμους της πόλης και πολλές φορές τα άνοιγε μόνο όταν μύριζε θάλασσα ή δέντρα,
κι όσο κι αν μετρούσε τις στροφές κι ήξερε τους δρόμους ευτυχώς πάντα έχανε το
μέτρημα και πάντα ξαφνιαζόταν όταν άνοιγε τα μάτια. Σαν τη ζωή κι αυτό, μια
στιγμή να κλείσεις τα μάτια κι όταν τ’ ανοίξεις είσαι αλλού. Η μηχανή ήταν ίσως
η μόνη που προλάβαινε τη ζωή. Όσο δεν καβαλούσες έμενες πίσω.
Το αγκαθάκι στο νίκελ το ήξερε
γιατί πολλές φορές, από μικρός, πήγαινε στη γωνία του κήπου τα μεσημέρια,
καθόταν στη θέση του οδηγού, έκανε βρουμ βρουουουουμ και μισόκλεινε τα μάτια
περιμένοντας να βρεθεί σε άλλο μέρος όταν τα άνοιγε. Κρατούσε με το μικρό του
χεράκι το γκριπ του γκαζιού, με το άλλο χάιδευε το ασημένιο φιλέτο στ’ αριστερά
του ντεπόζιτου και ένιωθε το τρύπημα απ’ το αγκαθάκι.
‘Μα γιατί δεν το φτιάχνεις;’
ρωτούσε κάθε φορά τον Γιάννη πιπιλίζοντας το δάχτυλο του που το ‘νιωθε σα να
χει ξυραφιά.
‘Το βαριέμαι
το τέλειο παιδί μου. Πολύ το βαριέμαι.’
Ο Στράτος τον είχε κοιτάξει
απορημένα. Πως γίνεται να βαρεθείς το τέλειο; Κι όταν τον ρώτησε ο Γιάννης είχε
χαμογελάσει.
‘Σ’ ότι δεν είναι τέλειο θα βρεις
πάντα και κάτι καλό και κάτι κακό. Και θα μάθεις να ανέχεσαι το κακό και να
αναγνωρίζεις το καλό. Κι αν το κάνεις αυτό θα ζεις όμορφα. Σε κάτι τέλειο η
ισορροπία εξαφανίζεται και μένει μόνο κάτι ανούσιο που κάποια μέρα το
απορρίπτεις ολόκληρο.’
Ο Στράτος
χάιδεψε το αγκαθάκι του Guzzi.
‘Μα αφού μπορείς να το φτιάξεις’.
‘Πάμε μια βόλτα και θα
καταλάβεις.’ Όλο έτσι του έλεγε. Πάμε μια βόλτα και θα καταλάβεις. Και ποτέ δεν
καταλάβαινε, αλλά ένιωθε τόσο όμορφα που δεν είχε σημασία πια.
Από τότε που έφυγε ο Γιάννης η
ζωή του Στράτου και της κυρά Λένης όλο αγκαθάκια ήταν, απ’ αυτά που δε
στρώνουν. Δύσκολα όλα, όμως ο Στράτος έβαζε το κεφάλι κάτω και τα πάλευε, όσο
μπορούσε. Πρώτα να δουλεύει στο βενζινάδικο για ένα χαρτζιλίκι, μετά κανονικό
ωράριο, μέχρι που σιγά σιγά άρχισε να μαστορεύει τις μικροζημιές που είχαν όσοι
πέρναγαν από κει. Τον έμαθαν, και όποτε είχε κανείς καμιά ψιλή πήγαιναν στο
υπόστεγο δίπλα και έκανε ότι μπορούσε. Κάτι έβγαινε κι από κει, κι ο βενζινάς
έκανε τα στραβά μάτια επειδή ήταν καλός με τους πελάτες και δουλευταράς.
Άραζε το V7 εκεί δίπλα στον τοίχο του
βενζινάδικου και όσο ρουφούσε βενζίνα για να ξεβουλώσει τα σωληνάκια, όσο έβαζε
αέρα στα λάστιχα, όσο περίμενε τον Μερσεντές να βγάλει το μάτσο και να του
μετρήσει με στόμφο ‘τα ψιλά’ έριχνε κλεφτές ματιές στη γριά και ήταν σαν να
κλέβει. Λες και μόνο που την κοίταγε πήγαινε βόλτα. Μεγάλη ξεκούραση η γριά. Έτσι
την πάλευε, πολλές φορές 12ωρα. Καθόταν κατάχαμα δίπλα της, ακουμπώντας την
πλάτη στον τοίχο, ένα σάντουιτς απ’ το σπίτι με την καρό χαρτοπετσέτα και το
ψωμί να μαυρίζει απ’ τα δάχτυλα του και μετά πάλι πίσω.
Το χαρτζιλίκι το μάζευε ευλαβικά,
ότι περίσσευε. Φτωχικά περνούσαν αλλά δεν το ένιωθαν γιατί ποτέ δεν ζητούσαν
πολλά. Λίγα κι όμορφα είχαν μάθει.
Το Γκούτσι το πούλησε τέλη Μάη σε
πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι το είχε πρωτοβγάλει απ’ τη γωνιά του. Στις
βόλτες μαζί του είχε ξαναβρεί εκείνη τη μαγεία την πρώτη, την ξεχασμένη, μόνο
που τώρα δεν καθόταν πίσω, τώρα ήταν αυτός μπροστά και χάιδευε τα φιλέτα κι
ένιωθε τον αέρα όχι στα ανοιχτά χέρια αλλά παντού. Ο αετός που είχε πάνω η γριά
του θύμιζε τον εαυτό του πιτσιρίκι με τα ανοιχτά χέρια και τον κυρ-Γιάννη να
γελάει δυνατά.
Το πούλησε όμως. Για ‘την παρέα’.
Η γριά δεν είχε θέση ανάμεσα στα ‘γρήγορα’ που είχαν πάρει οι δυο τρεις φίλοι
και δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει στις βόλτες. Δεν το είχε σπουδαιολογήσει μέχρι
που έφυγε απ’ τα χέρια του. Είχε γίνει πολύ γρήγορα. Η αγγελία, το τηλέφωνο,
έδωσαν τα χέρια με ένα γνωστό του κι έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάει τον αετό
να φεύγει χωρίς αυτόν, για πρώτη και τελευταία φορά και να χάνεται στο βάθος το
δρόμου. Λες και περίμενε να γυρίσει πίσω να τον κοιτάξει.
Πήρε ένα 750, μαύρο και πλαστικό.
Γεμάτο ηλεκτρονικά και ενδείξεις, και με ένα περίεργο, άσχημο ήχο όταν γύριζε
το διακόπτη. Στην πρώτη βόλτα είχε ενθουσιαστεί, είχε απογοητευτεί, είχε
τρομάξει, κι είχε τσατιστεί - όλα μαζί.
Ήταν γρήγορο, πολύ γρήγορο. Καμία
σχέση με τη γριά. Ουρλιάζοντας κατάπινε τις ευθείες και όρμαγε στις στροφές
βουτώντας την άγρια μάσκα του στο εσωτερικό. Τα χέρια του πονούσαν όταν
σταμάτησε στην άκρη του δρόμου εκεί που έβλεπε θάλασσα. Εκεί σταμάταγε πάντα
και με τη γριά μόνο που μ’ αυτήν είχε κάνει ‘βόλτα’ φτάνοντας εκεί. Με το μαύρο
είχε φτάσει τόσο γρήγορα που… Γύρισε και κοίταξε τη θάλασσα.
Περπάτησε λίγο πάνω κάτω,
απογοητευμένος και θυμωμένος χωρίς να ξέρει γιατί. Ξανακάθισε πάνω στο 750 που
πήρε μπροστά με το πρώτο πάτημα της μίζας. Δε μπόρεσε να μη γελάσει όταν θυμήθηκε
να σπρώχνει στην ανηφόρα όποτε μουλάρωνε η γριά.
Βγήκε στην ευθεία και στράγγιξε
το γκάζι. Το ίδιο ουρλιαχτό, το ίδιο άψυχο ψηφιακό ανέβασμα στα χιλιόμετρα. Ήταν
σίγουρος ότι αν σταμάταγε στην άκρη και έκανε το ίδιο πέρασμα, δέκα, σαράντα,
εκατό φορές, θα ήταν το ίδιο. Σαν ηχογραφημένο μήνυμα.
Μπορεί να φταίει ότι γι’ αυτόν
ποτέ δεν ήταν ουρλιαχτό οι μηχανές. Για άλλους ναι, ίσως. Ούτε πλαστικές ήταν.
Οι δικές του ήταν από μέταλλο, είχαν αγκαθάκια και τα μοτέρ τους χτυπούσαν
ακανόνιστα και κάθε φορά ήταν διαφορετικές κι απρόβλεπτες. Έβγαλε το γάντι, χάιδεψε
με γυμνή παλάμη τα πλαστικά της, και σχεδόν ένιωσε απέχθεια. Τράβηξε γρήγορα το
χέρι του από τη στιλπνή και γλιστερή επιφάνεια, σαν να είχε αγγίξει φίδι.
Την άφησε σε
μια γωνιά.
Σε μια γωνιά.
Κι όλα, σιγά σιγά όπως λένε και
στα παραμύθια, ασχήμισαν και άδειασαν. Οι βόλτες όλο και πιο λίγες και
κουραστικές. Στην γωνιά του κήπου, όταν ήταν εκεί η γριά, είχε βάλει δίπλα ένα
τραπεζάκι κι έπινε κάθε πρωί τον καφέ του, κι όλο και κάτι έβρισκε να σκαλίσει.
Το μαύρο το άφηνε στο δρόμο, δεν το είχε βάλει ποτέ στον κήπο, ούτε καν την
πρώτη μέρα. Τον καφέ τον έπινε στο σπίτι και μετά πήγαινε στη δουλειά, πολλές
φορές με τα πόδια.
Εκνευριζόταν όλο και πιο εύκολα,
ακόμα και με την κυρά Ελένη. Πολλές φορές έκλεινε τα μάτια κι ένιωθε ακινησία,
απελπισία, ένιωθε ότι όταν ανοίξει τα μάτια θα είναι στο ίδιο μέρος, πάντα στο
ίδιο μέρος. Είχε χάσει το ταξίδι του. Δοκίμασε τη φυγή του μαύρου, το ουρλιαχτό
του αλλά δεν σε άφηνε να κλείσεις τα μάτια λεπτό. Γύρναγε πιο τσατισμένος απ’
ότι έφυγε και το παράταγε στη σκόνη του δρόμου.
Τι να
ονειρευτώ κει πάνω;
Προλαβαίνω
και να ονειρευτώ;
Δευτέρα απόγεμα ήταν, έψαχνε ένα
παλιό λογαριασμό της ΔΕΗ. Κερατάδες, σε δουλειά να βρισκόμαστε, έτσι; Χαρτιά
και παραχαρτιά και – τραβώντας έξω άγαρμπα το μικρό ξύλινο συρτάρι ο αετός κύλισε
απαλά μέχρι την κάτω αριστερή του γωνία. Σήκωσε αργά το μικρό μπρελόκ κι έμεινε
να κοιτάει σαν υπνωτισμένος το κλειδί να κουνιέται πέρα δώθε.
Μπα; Δεύτερο; Λογικά θα το είχε
κρύψει ο κυρ Γιάννης ‘για περίπτωση ανάγκης’. Χάιδεψε λίγο τον αετό και μετά το
ξαναπέταξε μέσα βιαστικά. Και το ξέχασε.
Και η ζωή κέρναγε βράδια
κουρασμένα στο βενζινάδικο και πρωινά αγουροξυπνημένα και μέρες που δεν
μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους και που δεν βράδιαζαν αν πρώτα δεν σου
μετρούσαν τις στιγμές τους μια μια στο πετσί σου.
Μέχρι εκείνο το βράδυ. Ο μαλάκας.
Με το που έβγαλε δυο φράγκα παραπάνω, έτσι; Και ξέρεις και χρησιμοποιείς το
βενζινάδικο για συνεργείο, και έχω κάνει τα στραβά μάτια, και ξέρεις ότι σ’ έχω
στηρίξει αλλά… κανονικά είναι εργασίες που γίνονται στο μαγαζί άρα.. δε λέω να
παίρνεις κι εσύ κάτι… αλλά… και αλλά.. και αλλά…
Αυτό ήταν δηλαδή; Αέρα στα
λάστιχα και βενζίνη για τα ταξίδια των άλλων και η κυρά Λένη να μαραίνεται και
να γράφει ‘πρωί – μεσημέρι από ένα’ στα κουτάκια τα φάρμακα με τα ξεπλυμένα κίτρινα
και ροζ χρώματα, κι ο κυρ Γιάννης που έφυγε, και – και χωρίς να το σκεφτεί καν
πήγε στο μικρό δωμάτιο, άνοιξε άγρια το συρτάρι σχεδόν πετώντας το κάτω και άρπαξε
το κλειδί της γριάς.
Με τα πόδια πήγε, δεν ήθελε να
πάει με την πλαστική. Με τα πόδια και κομμένη την ανάσα, με τα πόδια και το
μπρελόκ με τον αετό σφιχτά στη χούφτα όπως κάνουν τα πιτσιρίκια με τα λεφτά
όταν τα στείλεις για ψώνια. Και μόλις πήρε την επόμενη στροφή την είδε.
Ο μαλάκας. Στο δρόμο την είχε. Τη
γριά, μες στο δρόμο. Αν είναι δυνατόν. Μαλάκες όλοι.
Αν του έλεγαν ποτέ ότι θα έκλεβε
μηχανή θα έλεγε ότι είναι τρελοί. Γέλασε δυνατά και κοφτά. Μα τι έκλεβε; Δικιά
του ήταν. Αν ο μαλάκας την αφήνει μέσα στο δρόμο να την τρώει η σκόνη, τότε
δικιά μου είναι, όχι δικιά του. Δικιά μου και την παίρνω.
Με την πρώτη πήρε μπρος και στην
αναστροφή που έκανε ο αετός γυάλισε στο χλωμό φως της λάμπας. Αει γαμηθείτε,
που θα μου πάρετε και το ταξίδι μου, τσογλάνια. Τελικά του άρεσαν και τα
ουρλιαχτά, αλλά όχι τα πλαστικά.
Πίεσε τον αντίχειρα δυνατά πάνω
στο νίκελ μέχρι που το αγκαθάκι κάρφωσε στο μαλακό του δέρμα και τράβηξε πίσω
πιέζοντας μια γυαλιστερή, έντονη, λεπτή κόκκινη γραμμή πάνω στο ντεπόζιτο.
Έτσι ρε. Να
νιώθεις.
Αυτό θέλει,
να νιώθεις.
Σε απάντηση το Guzzi κροτάλισε
άγρια στον άδειο δρόμο κι ένιωσε τον καρπό του να σπάει όπως του γύρισε το
γκάζι στο τέρμα.
Ούτε καν είδε το φορτηγό στη
διασταύρωση, το φορτηγό με τον μισοκοιμισμένο οδηγό, που βιαζόταν να γυρίσει σπίτι,
που είχε περάσει από κει εκατό, διακόσες, πεντακόσες φορές, που τίποτα δεν θα
συνέβαινε απόψε γιατί απόψε ήταν άλλη μια νύχτα, που δεν είδε καν το Στράτο
πάνω στον αετό, κι αυτός ένιωσε το αγκαθάκι στο χέρι του κι ένα δυνατό θόρυβο
στα δεξιά του σαν να τον κυνηγάνε θηρία
και μετά τίποτα
μετά συνέχισε
μετά τη διασταύρωση
η κόκκινη γραμμή στο ντεπόζιτο
του Guzzi ανέβηκε σα μια μεταξωτή κλωστή μέχρι το φεγγάρι, ένιωσε μια
ηρεμία, μια ατέλειωτη ηρεμία, ξαφνικά ήταν σαν να κάθεται για πρώτη φορά πίσω στη
σέλα ο πατέρας του και να τον οδηγεί αυτός,
ήταν σαν όλα τα χρώματα να
βάφονται στο χρυσό και το κόκκινο του αετού
ένιωσε μια γαλήνη που δεν είχε
νιώσει ποτέ κι ο δρόμος συνέχιζε και συνέχιζε
και μετά από πολύ, πολύ, πολύ
καιρό - χαμογέλασε
γιατί ένιωσε τον πατέρα του να
του χαϊδεύει τα μαλλιά
να ακουμπάει την κουρασμένη πλάτη
στον τοίχο του βενζινάδικου δίπλα στη γρια
να τον σκεπάζει η κυρά Λένη και
να του λέει ότι είναι άρρωστος και δε χρειάζεται να πάει σχολείο
κι ο δρόμος συνέχιζε και συνέχιζε
κι αυτός άνοιξε τα χέρια να
αγκαλιάσει τον αέρα
όπως ο μικρός αετός στο ντεπόζιτο
έκλεισε τα μάτια
και κάθε που θα τα άνοιγε θα ήταν
και σε άλλο τόπο
σ’ ένα αιώνιο ταξίδι
2
‘Τι λες ρε παιδί μου’
‘Δεν ξέρω’ επέμεινε η κυρά Λένη
πεισματικά. ‘Του άντρα μου ήταν και μετά… τέλος πάντων δεν ξέρω. Δώσε ότι θες.
’
‘Τι να σου δώσω… παλιοσίδερα παν’
αυτά, κανονικά έπρεπε να με πληρώνεις που θα σου καθαρίσω την αυλή, αλλά άντε, να
δώσω κάτι.’
Ο Γιώργος ξανακοίταξε το Guzzi. Κάτι θα ‘βγαζε απ’ τα
σίδερα. Της κούνησε δυο χαρτονομίσματα, η κυρά Λένη κούνησε τους ώμους
παραδομένα, ‘έλα ρε Σταμάτη να πιάσεις απ’ τη μια μεριά να την ανεβάσουμε’ – κι
η Guzzi κατηφόρισε το στενό πάνω στο μικρό φορτηγάκι χτυπώντας άγρια
σε κάθε λακκούβα. Η κυρα Λένη έμεινε για λίγο να κοιτάει την άδεια γωνιά της
γριάς μα τα μάτια της είχαν στεγνώσει άλλους μήνες σε άλλους πόνους κι έτσι
γύρισε απλά στο δωματιάκι της κι έμεινε να κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο χωρίς να
περιμένει.
Τους έπεσε όταν την κατέβαζαν και
δυο ακτίνες απ’ τον πίσω τροχό έσπασαν τελείως. Όχι ότι είχε σημασία. Σε κακό
χάλι ήταν ούτως ή άλλως και σύντομα σε χειρότερο. Αφημένη εκεί ανάμεσα στους
σωρούς τα στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα και τις μπάλες το σίδερο κρατούσε ακόμα
αυτό το όμορφο λευκό της κρέμας της κι ήταν σαν να την είχαν ρίξει στην αρένα
για να την κατασπαράξουν.
‘Ώπα μάστορα,
ώπα!’ O ‘Τζίμης’ με το
πηδηχτό βηματάκι και το γελάκι.
Εδώ το χε ο Γιώργος το ‘καλώς τον
πρήξα’. Δεν τον γούσταρε. Που τον έχανες που τον έβρισκες, γυρόφερνε τις
μάντρες σαν το γύπα. Αλλά όχι για να φάει. Για να τσεπώσει. Την πείνα ο Γιώργος
την σεβόταν, τη λαιμαργία ποτέ. Κι ο Τζίμης ήταν λαίμαργος. Όπου έβλεπε
σαραβαλάκι έπεφτε πάνω με τα μούτρα. Και πόσο και τι και πως και να μαζεύει όλα
τα τζάρτζαλα αφού σε παζάρευε τόσο που σου έτρωγε και τις σόλες των παπουτσιών.
Την είχε βρει την άκρη ο μάγκας. Η σαβούρα γινόταν συλλεκτικό και το σαπάκι
γινόταν vintage και πέφτανε τα κορόιδα. Ο Γιώργος πούλαγε σίδερα για σίδερα.
Ο ‘Τζίμης’ πούλαγε σίδερα για πλατίνα. Όχι ότι δεν τα φτιαχνε. Και με το
παραπάνω. Γδύσιμο, σενιάρισμα, καινούρια ηλεκτρικά, όλα κομπλέ. Ανασταινόταν το
μηχανάκι.
Ο Γιώργος δεν είπε ‘καλώς τον
πρήξα’, είπε σκέτο καλώς τον. Τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω.
Mουστακάκι, γιλεκάκι και ρολόι στο
τσεπάκι. Χέσε μέσα δηλαδή. Αυτό το μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλο φινιστρίνι
που λέγανε παλιά. Είδε το Guzzi από δω, από κει, παζάρεψε και παζάρεψε και παζάρεψε και το
πήρε για κομμάτι ψωμί κι αυτό χωρίς την ψίχα. Όχι ότι δεν έβγαλε ο Γιώργος,
απλά έτσι, για το γαμώτο. Αφού δεν τον γούσταρε;
Ο Τζίμης έφερε το φορτηγάκι, την
μάζεψε, και την άφησε στην υπόγα μαζί με τα υπόλοιπα. Πέρασε κάμποσος καιρός
μέχρι να την πιάσει. Μετά που έφυγαν απ’ τα χέρια του μια Regina 350 και
μια Metralla Mk2του
‘73 πήρε σειρά και η ιταλίδα. Ρετούσαρε, έβαψε, γυάλισε, σένιαρε. Το αγκαθάκι
το άφησε στη θέση του. Επειδή του άρεσε αυτή η θαμπάδα που είχε πιάσει στα
πλαϊνά φιλέτα το νίκελ απλά τα μάσκαρε στο βάψιμο, και το αγκαθάκι δεν το
πείραξε.
Και το Guzzi αναστήθηκε
κι έγινε ένα κόκκινο αμαρτία σκέτη, ένα κόκκινο που ήθελες να το δαγκώσεις σαν
την φράουλα.
Και μετά, χωρίς να το βολτάρει
καν ο κύριος Τζίμης, το μόστραρε με την τιμούλα πάνω. Και να τα κατεβατά περί vintage. Το έβαλε αγγελία από
δω κι από κει τονίζοντας πάντα ότι παρακαλώ πολύ μόνο σοβαρές προτάσεις διότι
το μηχανάκι είναι αντικέ και δεν μας ενδιαφέρει να πωλήσουμε σε οτιδήποτε
λιγότερο από τον δούκα του Κεντ. Η αγγελία περιφερόταν για κανένα τρίμηνο μέχρι
που τσίμπησε η τσιπούρα με τη μορφή του Ανέστη.
Κύριος Ανέστης παρακαλώ. Πλατύ
χαμόγελο, πλατιά τσέπη, όλος ένα πλάτος ήταν, μέχρι και οι ρίγες στο γιλέκο.
Μόνο στενό πάνω του τα πουράκια που κάπνιζε ασθμαίνοντας και που έδιναν γερό
αγώνα με το πάχος για το τι θα τον θάψει πρώτο.
Είδε την κόκκινη και αναστέναξε.
Οτιδήποτε κόκκινο είχε φύγει απ’ τη ζωή του ανεπιστρεπτί εδώ και πολύ καιρό.
Μόνο κάτι γκρι και καφέ και φαιοπράσινα. Κουβέντα στην κουβέντα. Και ‘βεβαίως τα ξέρω
τα μότο γούζι’. Και ‘τι λες ρε παιδί μου’. Και ‘μια τέτοια είχα παλιά’. Και ξανά
‘τι λες ρε παιδί μου’. Κι επειδή το παιδί ήξερε και το ‘λεγε το ποίημα όμορφα βγήκε
με συνοπτικές διαδικασίες η πορτοφόλα του Ανέστη, έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο
γεμάτο κατοστάρικα που σε λίγο πετάριζαν προς την τσέπη του Τζίμη για χατίρι
της κόκκινης.
‘Θα μου την
φέρετε σπίτι όμως.’
‘Ασφαλώς.’
‘Πότε
μπορείτε να παραδώσετε;’
Την έστησε
δίπλα στις άλλες. Σε μια R51,
μια 750Κ του ’76 και μια T120
του ΄69. Κάλεσε και τους φίλους να δουν το καινούριο μπιχλιμπίδι. Πλάκωσε η
πλατοπαρέα, και όλο το βράδυ το κόκκινο αντανακλούσε ιδρωμένες χερούκλες
γεμάτες μαγιονέζα και ψίχουλα ‘για να τσιμπήσουμε και κάτι’. Παρακαλώ μην
εγγίζετε καθότι η μοτοσυκλέτα φθείρεται.
Και όλοι μαζί
αναφώνησαν:
‘Τι λες ρε
παιδί μου’.
Έτσι το Guzzi πήγε απ’
τη μια φυλακή στην άλλη. Πότε πότε τη βάζανε μπροστά να μην τα παίξει τελείως
απ’ το καθισιό. Όχι ο Ανέστης. Τσου. Ο Ανέστης είχε δουλειές. Απλά ήταν ωραίο
να τη βλέπει έτσι με το κόκκινο στημένη δίπλα στη σκοτεινιά της BMW. Ο γιός του κηπουρού, ο
Παναγιώτης, είχε αναλάβει να τις βάζει μπροστά και ‘να τις δουλεύει λίγο’ και
να τους κάνει και κανένα γύρο το τετράγωνο για να δουλεύουνε. Με προσοχή
φυσικά, ποτέ δεν πατάμε νερά, προσέχουμε τις λακκούβες και μετά με το πανάκι. Αμέ.
Τι είμεθα, τίποτα απολίτιστοι;
Ο Παναγιώτης δεν τις γούσταρε και
πολύ. Ονειρευόταν χαμηλωμένα αυτοκίνητα και ζαντολάστιχα κι έτσι ποτέ δεν
ασχολιόταν ιδιαίτερα. Έκανε απλά ότι του ζητούσαν, κι αυτό μάλλον βαριεστημένα.
Κάθε δεύτερη Τρίτη έβγαζε βόλτα την κόκκινη. Κι αυτή όλο έκανε τη δύσκολη αλλά
όλο κι έπαιρνε με κείνο το χαρακτηριστικό στακάτο μπητάκι. Φυσικά την έβαζαν
μπροστά κι όποτε ερχόταν κάποιος επισκέπτης στο σπίτι και αναπόφευκτα έπεφτε το
βλέμμα του στα μπιμπελό.
‘Οι μηχανές μου’ να λέει ο
Ανέστης και να φαρδαίνει άλλο τόσο.
‘Πωπω, πανέμορφες. Δουλεύουν;’
‘Αμέ. Περίμενε να δεις. Παναγιώτη
βάλε παιδί μου μπροστά ν’ ακούσουμε’
Ο Παναγιώτης είχε μάθει και τα
κόλπα και τις έβαζε με τη μια.
Καθόταν κι οι δυο αμήχανοι κι
άκουγαν το Guzzi η τη BMW να παίζουν μια τρομερή τζαζ με τα πιστονάκια τους και έπεφτε
μια αμήχανη σιωπή. Σαν να είχαν μπροστά τους τη Μόνικα και να μην μπορούν να
θυμηθούν τι πρέπει να κάνουν.
Συνήθως η
σιωπή έσπαγε με τον Ανέστη να λέει λίγο ενοχλημένα
‘Ωραίο
δούλεμα η ρουφιάνα ε;’
Κι ο επισκέπτης να αναφωνεί:
‘Τι λες ρε παιδί μου!’
Πρέπει να την κλέψανε απόγευμα
προς βραδάκι. Να δεις που θα ‘ταν κανένας γύφτος. Κωλόπαιδα πια μας έχουν
ρημάξει την περιοχή. Και ξέρεις πόσο το χε πληρώσει το Guzzi; Τόσο παρακαλώ.
Αμέ.
Τι λες ρε
παιδί μου.
3
Μαρτσέλο
Ξυπόλητος, με τις μύξες να
τρέχουνε και το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά ο Μαρτσέλο ήταν στον έβδομο ουρανό.
Σιγά μην την πήγαινε στον καταυλισμό, δικιά του ήταν. Ούτως ή άλλως θα την
έβρισκε η αστυνομία. Αλλά αυτό το κόκκινο στο μάτι του χτύπαγε ρε φίλε.
Μήνες τώρα δούλευε το φανάρι
απέναντι απ’ τη βίλλα. Χαρτομάντιλα, αποσμητικά ή απλά ζητιανιά. Βούταγε και
κανένα κρουασάν απ’ το περίπτερο του κοιμισμένου γιατί ο άλλος περιπτεράς, ο
πιο κάτω, ήταν γατόνι. Έβλεπε πότε πότε τον Ανέστη και την παρέα να
μπαινοβγαίνουν λες κι ήταν καμιά πανελλήνια σύσκεψη χοντρών. Κάτι τύποι να τους
αρμέξεις τα μάγουλα και να βγάλεις βούτυρο, και να δεις που όλο γελάγανε. Ο
Μαρτσέλο στο φανάρι δε γέλαγε. Σιγά μην πουλήσεις με το γέλιο. Έπαιρνε εκείνο
το κακόμοιρο κι ότι βγει.
Και τις μηχανές τις είχε
μπανίσει, αραγμένες εκεί δεξιά στο υπόστεγο μετά από 3-4 μέτρα γρασίδι. Τα
κλειδιά ήτανε πάνω γιατί έβλεπε τον πιτσιρικά που τις έβαζε μπροστά κάθε
βδομάδα και δεν κουβαλούσε τίποτα. Ένα τσακ έκανε είτε κάτω απ’ ντεπόζιτο στη
μια είτε στο φανάρι πάνω στην άλλη και άνοιγε και βενζίνες. Όχι ότι παρατηρούσε
επειδή είχε σκοπό να την βουτήξει. Αλλά τόσες ώρες στο φανάρι τι να κάνεις; Κι
όποτε καθόταν στο φανάρι και μασούλαγε το κλεμμένο κρουασάν δούλευε και το
ραντάρ.
Την έκλεψε γιατί βαριόταν. Η
εξώπορτα ως συνήθως ανοιχτή, κι όλοι άφαντοι. Μεσημεράκι. Κάτι αυτόματα
ποτιστήρια μόνο παίζανε. Και πήγε κύριος παρακαλώ. Μπήκε μέσα, περπάτησε άκρη
άκρη, την έπιασε μαλακά απ’ το τιμόνι και την τσούλησε έξω απ’ την αυλόπορτα
και μέχρι την άλλη γωνία. Βαριά ήταν.
Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να τη
βάλει μπροστά. Ήξερε να οδηγάει κι ήταν και καλός παρόλο που ήταν σαν
σαμιαμίδι. Λιγνός, μαυριδερός, με πεταχτά αυτιά κι ένα βλέμμα ξυραφάκι,
κατάφερνε όμως να περνάει απαρατήρητος όποτε ήθελε.
Απομακρύνθηκε γρήγορα ακολουθώντας
παράδρομους συνεχώς. Τώρα ήταν δική του η κόκκινη και θα του κανε και τα
χατίρια απ’ ότι φαίνεται. Δική του μέχρι να τη βρουν οι μπάτσοι.
Σκατά.
Γιατί άλλο να την αγοράζεις και
να την βάζεις στο γκαράζ και ‘αύριο μέρα είναι’ για να πάμε βόλτα, κι άλλο να
κάνει το ρολόι ανάποδη μέτρηση. Όταν καταλάβεις την ανάποδη κι ακούσεις το τικ
τακ τότε τρέχεις. Μόνο πάνω στις μηχανές ο χρόνος είναι τόσο πολύς και τόσο
λίγος – ειδικά στις κλεμμένες.
Σπάζοντας το γκάζι πέρασε μέσα
απ’ το απέναντι στενό κι η Guzzi έγρουξε δυνατά και παραπονεμένα ψάχνοντας ανοιχτό δρόμο. Ο
Μαρτσέλο έσκυψε μπροστά αγκαλιάζοντας την, όχι τρυφερά αλλά άγρια, πεινασμένα,
της έδωσε όλο το γκάζι κολλώντας το σώμα του στο ντεπόζιτο και το αριστερό του
χέρι άφησε το τιμόνι και την χάιδεψε, πιέζοντας το χέρι πάνω στο ντεπόζιτο και
– αχχχ
τράβηξε το χέρι σαν να τον
χτύπησε ρεύμα
είδε την κόκκινη κηλίδα στο
δάχτυλο του
‘ω να σου γαμήσω, είσαι άγρια
τελικά ε;’
και πίεσε την παλάμη πάνω στο
ντεπόζιτο.
Ούτε ήξερε πόση ώρα είχε περάσει.
Σιγά μην τη γύριζε. Κάνε να χει βενζίνα, κάνε να χει βενζίνα... ούτε είχε
κοιτάξει, που καιρός; Κι εκεί που
σκεφτόταν μέρη να την κρύψει και τι και πως και πάνω που είχε σκάσει και τα
χαμόγελα –
μπάτσοι.
Ω γαμώτο μπάτσοι.
Περιπολικό αριστερά του κι έκανε
αναστροφή με το που τον είδε. Με τη μια πήρε απότομα την πρώτη δεξιά στροφή που
είδε μπροστά του, έκοψε ξανά δεξιά καβαλώντας το χαμηλό πεζοδρόμιο και πέταξε στην
κυριολεξία το Guzzi σε μια παρατημένη αυλή μέσα. Έφυγε τρέχοντας μέσα απ’ τα
αγριόχορτα, και πηδώντας σαν αγρίμι ότι τοιχάκι έβρισκε μπροστά του βγήκε πίσω
από τους μπάτσους. Τη μηχανή μάλλον θα την βρίσκανε αλλά δεν τον ένοιαζε πια. Μόνο
να γλυτώσει.
Το Guzzi έβηξε
δυνατά δυο φορές και ξεψύχησε άτσαλα γέρνοντας πάνω σε κάτι παλιοσίδερα δίπλα σ’
έναν παλιό φράχτη, χωρίς να φαίνεται απ’ το δρόμο.
Και ήταν το πρώτο πράγμα που είδε
η κυρά Λένη το πρωί βγαίνοντας απ’ το σπίτι.
4
Κόκκινη κλωστή δεμένη
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα με
την ανάσα της κομμένη, μέχρι που κατάλαβε ότι είχε σηκώσει το χέρι στο στόμα
και δάγκωνε τα δάχτυλα σ’ ένα βουβό πόνο, σαστισμένη. Ένιωσε κάτι υγρό να
τρέχει στο πλάι της παλάμης, αίμα. Χωρίς να πονάει – αργότερα θα την πέθαινε
στον πόνο παρά τα φάρμακα που κατέβαζε κάθε μέρα – κατέβασε το χέρι και έμεινε εκεί
στη μέση της αυλής να κοιτάει την κόκκινη Guzzi γερμένη στο πλάι.
Τίποτα δεν είπε. Σε κανένα. Έβγαινε
απ’ το σπίτι τα απογεύματα και καθόταν στην αυλή. Και μερικές φορές ξεγελούσε
τον εαυτό της ότι θα γύριζε στο σπίτι ο Γιάννης να την πάει βόλτα, ή ο Στράτος
απ’ το βενζινάδικο και θα την καθάριζε έχοντας εκείνο το ήσυχο χαμόγελο. Σιγά
σιγά άρχισε να μιλάει μόνη της, σαν να της έκανε παρέα η γριά. Σαν να έμειναν
οι δυο τους να μοιράζονται μυστικά. Με μισόκλειστα μάτια να της μιλάει κι
εκείνη ν’ ακούει. Να της λέει για όλες τις βόλτες που πήγαν και για όσες δεν
πήγαν.
Και μερικές φορές καθόταν έξω στο
αυλιδάκι που όλο και μίκραινε μέχρι που σουρούπωνε κι έβλεπε έτσι όπως έπεφτε
περίεργα το φως πάνω στο κόκκινο της ιταλίδας, μια κόκκινη μεταξωτή κλωστή να
διαθλάται και να φεύγει χωρίς να χάνεται μέχρι τον ουρανό.
Ήταν πλέον ο μόνος λόγος που
σήκωνε τα μάτια ψηλά.