Στο παλιό μας σπίτι απέναντι, τότε που ο Μασταμπάς στο Ηράκλειο ήταν ακόμα χωράφια και οικόπεδα, έμενε κάποιος κύριος Γιάννης. Το έμενε είναι σχήμα λόγου μια και δεν ήταν σπίτι, μια αυτοσχέδια παράγκα ήταν που την έπαιρνε ο αέρας, καταμεσής σ' ένα χωράφι με τσουκνίδες.
Ήταν τέτοια μέρα. και επειδή η μάνα μου ήταν άρρωστη δεν θα πηγαίναμε εκκλησία, οπότε είπε στον πατέρα μου να κατέβει κάτω να πάρει το άγιο φως. Κατεβήκαμε μαζί να του κάνω παρέα, θυμάμαι ότι έκανε κρύο για άνοιξη. Ο κύριος Γιάννης πέρασε και μας είπε καλησπέρα, κι ο μπαμπάς μου του έδωσε ένα τσουρέκι που κρατούσε και το πελεκούσαμε περιμένοντας, και του πάσαρε στη ζούλα κι ένα χαρτονόμισμα. Του είπε καλό Πάσχα κι εκείνος έφυγε για την παράγκα.
Δεν με παραξένεψε. Μερικών οι τσέπες έχουν καβούρια όταν είναι να δώσουν, του πατέρα μου είχαν τρύπες. Έφευγαν τα λεφτά προς πάσα κατεύθυνση για όποιον είχε ζόρια.
Δεν είχε έρθει κανείς από την εκκλησία ακόμα αν και ήταν 12 και κάτι που έφευγαν όλοι. Έβγαλε τον αναπτήρα, άναψε το κεράκι, μου λέει πάμε πάνω, θα κρυώσεις. Ήμουν πολύ μικρός, μα το θυμάμαι πεντακάθαρα. Κοίταξα το κεράκι, μετά το μπαμπά μου, που σήκωσε τους ώμους απλά και μου χαμογέλασε.
"Άντε, πάμε απάνω."
Ανεβήκαμε, έκανε ένα βιαστικό σταυρό στην πόρτα όπως να ναι και μπήκαμε μέσα.
"Βρήκες άγιο φως;"
"Ναι"
Τώρα που έχει φύγει σκέφτομαι συχνά όλα τα μαθήματα που μου έδωσε. Εκεί ήταν, αρκεί να τα έβλεπες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου