disable copy

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

To All The King's Horses And All The King's Men

ή Μανιφέστο του Λύκου

Σαν το φίδι με περιμένει. κουλουριασμένο, γκρίζο, με το κορμί γεμάτο ρωγμές και δηλητήριο και πόνο. συσπάται, κουλουριάζεται, ανεβαίνει, προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε καταπιεί. Mόνο κορμί σου δείχνει, ποτέ μάτια, εκτός κι αν είναι η τελευταία σου στροφή. Σαν την πόρνη, με περιμένει κάθε Κυριακή. Ξαπλωμένη, έτοιμη, να σε προδώσει μόλις γυρίσεις την πλάτη. Παλιά τα λέγαμε συχνά, με είχε κάψει, μου είχε σπάσει κόκαλα, με χτύπαγε πάνω της μέχρι να σιγουρευτεί ότι ο πόνος θα τη θυμίζει για μήνες. Σαν τη θάλασσα στέκει μπροστά μου τώρα, γεμάτη λάφυρα και νεκρούς που έκλαψα και χίλιες ιστορίες δεμένες στο κορμί της.

Η άσφαλτος. γεμάτη λάθη, χάσματα, πισωγυρίσματα κι ανατροπές και μύθους κεντημένη σαν μυθιστόρημα του δρόμου, γραμμένο από μοναχικούς καβαλάρηδες χωρίς αύριο, με μάτια αδειανά και χείλη δαγκωμένα την κυνηγούν σελίδα τη σελίδα ψάχνοντας το γκρίζο νόημα της. Σαν μίτος της Αριάδνης που έσπασε, σαν τη φωνή της λογικής που πνίγηκε στο ξύπνημα του τέρατος και στο χλιμίντρισμα του αλόγου, σε παρασέρνει σ ένα λαβύρινθο που τελειωμό δεν έχει, σε μια ομίχλη που ξημέρωμα ποτέ δεν την περνάει.

Φτιαγμένοι είμαστε από σίδερο και σκουριά δεν μας πιάνει, άγγελος μόνο μαύρος. Παλιά γλεντούσαμε σε καταστρώματα πειρατικών, γεννιόμαστε απ' τις στάχτες μας, τριγυρίζαμε τα δάση σαν αγρίμια, καβαλούσαμε άλογα σιδερόφραχτα και καρφώναμε τα δόρατα μας στο χώμα, και ποτέ δε μας σταματήσατε, και ποτέ δε θα μας σταματήσετε.

Θα είμαστε οι ερινύες της χαμένης λευτεριάς σας, θα φωνάζουμε στο κενό, θα βάφουμε με πινελιές θανάτου τις εφημερίδες σας, θα πέφτουμε στο βωμό θεών αγνώστων και θα κάνουμε αυτό που εμείς θέλουμε. Και δε θα μας σταματήσετε.

Θα φτιάχνετε χαρτιά και νόμους, κάμερες και ανθρωποφάγα καλώδια, κυκλώματα και ατσαλοπαγίδες κι εμείς σαν ηλεκτρικά φαντάσματα θα ξεγλιστράμε πάντα στα σκοτάδια μας, εκεί που το μάτι σας φοβάται να φτάσει. Και δε θα μας σταματήσετε.

Κι όταν αργοπεθαίνετε στριμωγμένοι στα κουτάκια σας ο άνεμος μας θα ουρλιάζει δίπλα σας καθώς σας προσπερνάμε σαν αστέρια που πέφτουν, με το φως μας να χάνεται απ' τα μάτια σας – κοίτα τον τρελό… κοίτα πως πάει… - κι εμείς θα νιώθουμε σαν να πετάμε πάνω από χίλια πέλαγα και σύννεφα λευκά – και δε θα μας σταματήσετε.

Κι όποια μορφή κι αν πάρουμε θα είμαστε πάντα μέσα στο χρόνο παρόντες, σα σκιές που φτερουγίζουν πάνω απ' τα μεσημέρια σας. Δεν είμαστε φτιαγμένοι από χώμα, είμαστε από σίδερο και ουρανό, είμαστε παιδιά του Πήγασου, του Ίκαρου και αστραπής γέννα. Και δε θα μας σταματήσετε.

Λύκος 26/03/07

(για το Μάνο)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Για όλους εμάς !!! ;-)

Ανώνυμος είπε...

Λυκο εισαι πολυ καλος...
Η γραφη σου αψογη..
Μιλας για εμας..
Τους λιγους..
Σε οσους εχει μεινει ψυχη...

X είπε...

Keep riding... ;)