disable copy

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Le Moulik

Εχθες δεν ειχα πολύ χρόνο και πήγα μια σύντομη βόλτα μέχρι Φόδελε. Στο μεταξύ θα συναντιόμαστε εκεί και με κάτι φίλους οπότε πάρκαρα μέσα στο χωριό και τους περίμενα.

Κόβω τρία πιτσιρίκια της συμφοράς με παπιά ξετάπωτα, χωρίς πινακίδες, φώτα, ποδιά, κράνη κλπ περιττά να πηγαίνουν πάνω-κάτω ΣΥΝΕΧΕΙΑ πρα πρα πρα πρα πρα μου χαν κάνει τ' αυτιά κόνγκας.

Ο ένας είχε σκασμένο λάστιχο πίσω κι έγερνε το μηχανάκι αριστερά-δεξιά (καλά η ζάντα είχε γίνει θεική) κι έκανε κάτι φλικ-φλακ και το σερνε με τον κώλο του κι έπαιζε μπαντιλίκια κάποιου είδους σκουπίζοντας το δρόμο από τη μια μέχρι την άλλη. Κάποια στιγμή μαύρη βλέπουν το CB, 'ωωωωω' κοντεύουν να σκοτωθούνε κι οι τρεις στο φρενάρισμα και κοιτάνε σαν τους χάνους. Αναλαμβάνει να μιλήσει ο σκασμένος λάστιχος.

'Πω πω μηχανάρα! Κούκλα ε;' 'Ναι.' 'Πάει καλά;' 'Ναι.' 'Στρίβει καλά;' 'Ναι' 'Μπαίνει;' 'Ναι'. 'Honda ε;' 'Ναι.' 'Πόσα κυβικά είναι;' '1300' 'ΠΩΩΩ! 1300;' 'Ναι.'

Και πετάει και το θανατερό. 'Γέρος-γέρος αλλά τη μηχανάρα ε;'

Και φεύγει με τα φλικ φλακ. ΜΠΑ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΒΡΕΙ Η ΜΠΙΕΛΑ ΣΤΟ ΚΟΥΤΕΛΟ ΡΕ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ. Ξαφνικά είχα μια φαντασίωση ότι τον είχα δέσει με το παπί με ιμάντα πίσω στο 1300 και τον έσερνα στην ευθεία στη Φόδελε σαν τα άρματα στο Ben Hur. Πέτυχα και μια παρέα με παπιά όπως γύριζα και τους πέρασα με 210. Άμα τον ξαναπετύχω θα τον εμβολίσω τον κερατά.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

John Lee Hooker

Χαρακώνει το δωδεκάμετρο λες και καρφώνει τις νότες μια-μια πάνω στο ρολόι. Τα κάνει όλα να τρέξουν με το δικό του χρόνο, με το κλασσικό στήσιμο του σ' ένα σκοτεινό background, σε μια φτηνή καρέκλα, αυτός ο γέρο-bluesman κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Να σε καθηλώνει λες και βλέπεις το χρόνο τον ίδιο να σε μετράει και να σε κόβει στα 12.

I'm bad like Jesse James...

Ακούγεται αυστηρά μετά από μπέρμπον, μετά από δύσκολες μέρες, μετά από μερικές δυνατές μπύρες, μετά που θα 'χεις κουραστεί από μπητάκια και ροζ ποπ κοριτσάκια και τύπους grunge που χωρίς πεταλιέρες είναι ανύπαρκτοι. 'Oταν θα θες ν' ακούσεις και μερικές κουρασμένες αλήθειες.

In their on way
They may shoot you
They may cut you
They may drown you
I just don't know
I don't care
Long as they take care of you
In their on way

I'm so mad, I'm bad this mornin', like Jesse James

Σκοτάδι είναι ο μπάσταρδος. Σε τυλίγει σε κάτι μπλε νότες και πριν το καταλάβεις είναι λες κι είσαι στην κλεμμένη De Soto με τον James Cagney στο White Heat. Με τους μπάτσους να μαζεύονται σα μυρμήγκια γύρω του ανεβαίνει πάνω στη δεξαμενή και φωνάζει 'I made it ma'! Top of the world!' και τα τινάζει όλα στον αέρα - έτσι κι ο Hooker χτίζει αργά, μεθοδικά, με υπομονή ανυπόφορη, νότα τη νότα μέχρι που σκορπάει γελώντας με τα σάπια δόντια του πέντε blue notes και σε στέλνει. Top of the world now mama.

Δεν έκανε μίξεις με τζαζ, δεν έβαλε σαξόφωνα α λα Blue Boy King, το πάει σκέτο μέχρι το τέλος. Μια ξύλινη κιθάρα της κακιάς ώρας και το φτερό στο καπέλλο του is all he needs. Φωνή αδιάφορη, ειρωνική, που έχει νιώσει πολλά, που έχει δει πολλά, που είναι στο στάδιο που τα χει γραμμένα όλα και κράζει σαν το κοράκι του Πόε. Με δίψα πάντα.

One bourbon, one scotch and one beer.

Whiskey and Whimmen διορθώνει δυο κομμάτια παρακάτω.

Δεν τον ακούω στο αμάξι, δεν τον ακούω στη βόλτα, δεν τον ακούω για να περάσει η ώρα. Αυτός ο τύπος είναι σαν το τελευταίο τσιγάρο. Δεν τον έχεις για ξόδεμα έτσι εύκολα. Περιμένει πότε θα τελειώσουν οι υπόλοιποι για να βγει, σαν τον μπαμπούλα των παιδικών σου χρόνων που χωρίς να κοιτάξεις ξέρεις ότι είναι εκεί και χαμογελάει. Ρεμπέτης του Mississippi. The wild type.

I'm a crawlin' black spider baby, and I rules my den
Don't want you around my woman,
wanna use her for myself

Yeah, play the blues now!
Hmm, ahw-ahw, ahw-ahw, ahw-ahw
Shu' now baby, shu' now darlin'

Αλλά όπως θα λεγε κι αυτός.. ''You talk too much..."

Οπότε χαμηλώνω τα φώτα, χτυπάω άλλο ένα four roses με συνοδεία ένα φόνο. Murder - John Lee Hooker & Miles Davis, καληνύχτα σας...

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

H Πόλη Ποτέ Δεν Κοιμάται ΙΙ

Μέχρι τώρα μου το έχουν ζητήσει 4 άτομα να το στείλω γιατί δεν μπορούν να το βρούν πουθενά! Άλλοι βρήκαν τη συζήτηση τυχαία στο blog, άλλοι το έψαχναν καιρό κτλ... Μπράβο Τσιλιφωνίξ... τελικά υπάρχουν πολλοί out there...

Α ναι. Ερμ.. ο λόγος που δεν το έστειλα μέχρι τώρα σε κανένα (αλλά σκοπεύω να επανορθώσω άμεσα) ήταν ένα μικροατύχημα. Τελικά κανένα λάστιχο δεν πατάει καλά στο μάρμαρο, ούτε τα ολοκαίνουρια Bridgestone του μπόμπου. Επίσης μάλλον πρέπει να την λύσω όλη τη γκαζιέρα και ν' αλλάξω την κωλοντίζα γιατί κολλάει ακόμα.

Βγήκα από το δωμάτιο του μικρού, μπήκα στο σαλόνι έχοντας καλό χρόνο, το'φερα με το πόδι κάτω και ανάποδα για την κλειστή αριστερή για το γραφείο μου κι εκεί που το'χα διπλώσει κι έμπαινα με ιδανική πλαγιολίσθηση κωλάει το κωλόγκαζο κι έχω φύγει καρφί για τον υπολογιστή. Απέφυγα κεντρική μονάδα, μόντεμ και κάτι καλώδια αλλά έσκασα πάνω στα cd και τα μισά τα πέρασα από πάνω.

Ηθικό δίδαγμα: CD που το χει περάσει από πάνω Bridgestone δε δουλεύει. Τώρα έχω ένα working copy όμως και σύντομα θα το στείλω σε όσους το ζήτησαν.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Sante

SANTE

Ο Παναγιώτης τον κοίταξε περιπαικτικά, μ’ ένα χαμόγελο να γλυστράει στην άκρη των χειλιών του και ξανακοίταξε το άκομψο σκίτσο με τις δυνατές γραμμές του πάνω στο πακέτο τα Σαντέ.

«Πάλι άγγελους ζωγραφίζεις ρε;»

Ο Μίλτος έριξε το κεφάλι πίσω και γέλασε, με κείνο το γέλιο που κάθε φορά έκανε τα κεφάλια να γυρίζουν. Πολύ δυνατό για να ναι παιδικό, κι όμως μ’ εκείνη την καθαρότητα που μόνο ένα γέλιο αγορίστικο έχει. Κοίταξε τον Παναγιώτη συνωμοτικά. «Να σου πω ένα μυστικό; Δεν είναι άγγελοι. Ο Ίκαρος είναι» του ψιθύρισε.

Το μυαλό του πήγε πίσω, στο πρώτο σκίτσο του Ίκαρου που είχε ζωγραφίσει στο μπλέ γυαλιστερό «Τετράδιον» της έκθεσης της Δ’ Δημοτικού. Ο δάσκαλος τους είχε πει να γράψουν μια έκθεση να εξηγούν γιατί ο Ίκαρος «έφτασε σ’ αυτήν του την παράλογη πράξη» κι ο Μίλτος είχε γράψει από κάτω δυο λέξεις μόνο. «Γιατί πνιγόταν». Από κάτω είχε ζωγραφίσει τον Ίκαρο, χέρια ανοιχτά, κέρινα φτερά και το βλέμμα στον ήλιο - κι από τότε του κόλλησε το σκιτσάκι. Το’κανε αφηρημένα σε χαρτοπετσέτες, σημειωματάρια, πακέτα τσιγάρα… σαν το Σαντέ που κοιτούσε εξεταστικά τώρα ο Παναγιώτης. Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν αλλά το σκίτσο του παρέμεινε σαν το γέλιο του, παιδικό.

«Άσε τώρα τον Ίκαρο και τέλειωνε τον καφέ. Άντε, πάμε να δούμε τι σούργελο πήρες.» είπε ο Μίλτος προσπαθώντας να κρύψει τη λαχτάρα του.

Δυο στενά πιο κάτω ήταν. Το είχε παρκάρει στη σκιά, μακριά από αυτοκίνητα. Άσε που θα το ‘βλεπε κάνα μάτι. Αυτά ήταν παράνομα εδώ και χρόνια για να τα κυκλοφορείς έτσι μέρα μεσημέρι. Ο Μίλτος έστριψε τη γωνία και ξαφνικά το είδε. Δάγκωσε τα χείλια δυνατά, πήγε κοντά και ακούμπησε το χέρι μαλακά στη σέλλα, χαιδεύοντας γλυκά όπως κάνουν στ’ άλογα. Έσκυψε και είδε την ανάσα του να ζωγραφίζει ένα θολό σύννεφο πάνω στο γυαλιστερό κυπαρισσί χρώμα στο κερωμένο τεπόζιτο. Τα χρώμια έκαναν τον εξακύλινδρο κινητήρα να φαίνεται σαν τους καθρέπτες που πολλαπλασιάζουν τα είδωλα μέχρι που μένεις να κοιτάς σα χαζός προσπαθώντας το βλέμμα σου να βρει αρχή και τέλος. Γύρισε απότομα στον Παναγιώτη. «Που το βρήκες αυτό ρε;». Παραξενεύτηκε κι ο ίδιος από την πονεμένη χροιά στη φωνή του. «Μην το ψάχνεις» είπε ο Παναγιώτης με σπασμένη φωνή. «Το φτιάχνω μήνες τώρα.»

Με χέρια που τρέμανε, ο Μίλτος έβγαλε τα Σαντέ με τον Ίκαρο και άναψε πεινασμένα ένα. «Δώσε μου» είπε λαίμαργα, κι ο Παναγιώτης του έδωσε τα κλειδιά. Ανέβηκαν πάνω και το τραχύ μούγκρισμα απ’ το ξύπνημα του θηρίου θα έκανε τον Βάγκνερ να κάψει τις Βαλκυρίες. Πόσα να κυκλοφοράνε ακόμα; Πόσα να υπάρχουν ακόμα; Και σ’ αυτήν την κατάσταση; Αν είναι δυνατόν… Αν δεν ήταν τόσο δοσμένος στην εμπειρία που ζούσε μπορεί και να ζήλευε. «Αυτό είναι…» ψέλλισε σιγανά. Δεν ήθελε να ξεκινήσει ακόμα. Ήθελε να χορτάσει κάθε τι που έβλεπε. Χάιδεψε με το χέρι του το αριστερό καπάκι αφήνοντας τα δάχτυλα του να χορέψουν πάνω στα ανάγλυφα γράμματα. Ζ 1300. Έτος 1978. Το πρώτο. Από μικρός το ήθελε, το λαχτάραγε, το χάζευε για ώρες όπου το έβλεπε, αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει να το κάνει δικό του. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, ο παιδικός φίλος που είχε εξαφανιστεί αθόρυβα απ τη ζωή του όπως κάνουν οι περισσότεροι είχε εμφανιστεί από το πουθενά… μαζί μ’ αυτό.

Έβαλε πρώτη απαλά, το άφησε να κυλίσει, κάτι πήγε να πει στον Παναγιώτη αλλά η φωνή του πνίγηκε, κι ο Παναγιώτης σαν να το κατάλαβε τον χτύπησε στην πλάτη και του ψιθύρισε «πάμε, να δούμε που θα μας βγάλει σήμερα.»

Όταν οδηγάς χρόνια η σκέψη σου ακολουθεί το δρόμο με ακρίβεια διαβήτη. Αυτή τη φορά φαινόταν σαν ο δρόμος να ακολουθεί τη σκέψη του. Ένα αλλόκοτο συναίσθημα, σαν να σκεφτόταν το δρόμο κι αυτός να χύνεται, να κυλάει απ’ το όνειρο και να παίρνει μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια του. Σαν αυτή την ευθεία. Έκοψε ταχύτητα, έβαλε πρώτη, άφησε να ρολάρει γλυκά. Με το σεις και με το σας την είχε μέχρι εκεί. «Είναι ώρα, δεν μπορεί να περιμένει άλλο, είναι ώρα» σκέφτηκε. Περίμενε χρόνια γι’ αυτό.

Το λάστιχο έγραψε ένα S στην άσφαλτο και ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται καθώς οι στροφές ανέβηκαν τρελλά χτυπώντας τα κόκκινα, πήρε μια βαθιά ανάσα, όπως οι πυγμάχοι όταν τραβιούνται για να δώσουν το επόμενο χτύπημα και την άφησε να βγει με μια, σ’ ένα τέλειο συγχρονισμό καθώς το πόδι του χτύπησε δυνατά πάνω τη δευτέρα. «Ρίχτα, μην τη φοβάσαι αντέχει ρίχτα» του ούρλιαξε ο Παναγιώτης για ν’ ακουστεί. Δευτέρα, στιγμιαίο ζύγισμα του γκαζιού, κόκκινα, τρίτη, κόκκινα, η φωνή του δεν έβγαινε, τα μάτια του είχαν δακρύσει, ο ορίζοντας να στενεύει, ένας πόθος που περίμενε σε μια σπηλιά του νου σαν το θηρίο τόσα χρόνια ρε, τόσα χρόνια, τετάρτη, κόκκινα, άρχισε να ουρλιάζει μη μπορώντας να κρατήσει άλλο την κραυγή μέσα του, ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν εκατοστά δίπλα απ’ το θηρίο και γύρισε με μία το γκάζι όσο έπαιρνε. Και τότε τον είδε.

Στεκόταν στην άκρη του δρόμου πέρα μακριά, στην αρχή μια κουκκίδα. Σιγά σιγά ξεκαθάρισε, η φιγούρα του μπάτσου, κι ένα χαμόγελο σα ξινισμένο βούτυρο. «Μαύρα φοράνε τώρα;» αναρωτήθηκε στιγμιαία ο Μίλτος. Ούτε τη μηχανή του ήξερε τι ήταν. Από τότε που είχαν αποκτήσει ένα σωρό ηλεκτρονικά και «αυτόματους πιλότους» όπως τα’λεγε είχε χάσει το ενδιαφέρον του. Γρήγορα πήγαινες αλλά λες και καθόσουνα τρίτη σειρά στο σχολικό με τη μούζικα και το ερκοντίσιον. Το 1300 μούγκρισε λες και ήθελε να του θυμίσει ότι ήταν εκεί. Ξανακοίταξε με την άκρη του ματιού το μαυροντυμένο μπάτσο ν’ ανεβαίνει στη μηχανή του και ξανάνοιξε το γκάζι τέρμα.

Καλά πήγαινε ο μπάσταρδος, όλο και πλησίαζε. «Όχι φίλε. Δε θα στο κάνω το χατήρι» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του ο Μίλτος, και με μάτια καμμένα απ’ τον αέρα κοίταξε την απότομη κλειστή που πλησίαζε.

«Αυτό το ξέρεις;» φώναξε κόντρα στον αέρα και πατώντας το πίσω φρένο χωρίς να κλείσει γκάζι - παρά ελάχιστα, ένιωσε τον πίσω τροχό να χάνεται για δευτερόλεπτα πριν ρίξει το Kawasaki που έτρεμε ολόκληρο στην κορυφή της στροφής και δώσει όλο το γκάζι με ανάποδα. Και μετά, σαν ξαφνικό ξημέρωμα, απλώθηκε μπροστά του η ευθεία.

Ο καρπός του πόνεσε κολλώντας το γκάζι στο στοπ. Πρέπει να του είχε κερδίσει μέτρα στη στροφή. Πρέπει. Ο Παναγιώτης κάτι ούρλιαξε αλλά δεν άκουγε, είδε την ευθεία ατελείωτη μπροστά κι ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν, μια παγωνιά που απλωνόταν στα μπράτσα και σφιγγόταν πάνω του σα σεντόνι. Τότε σαν να έσπασε ο χρόνος δεν έβλεπε πια μια συνεχή εικόνα αλλά μια αλληλουχία καρέ όλο και πιο αργή, η ευθεία να θρυμματίζεται κομμάτια, το κοντέρ να κολλάει τη βελόνα στο στόπ και να τη σπάει σε διαδοχικά βασανιστικά καρέ, σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό με το χέρι ακόμα κόκκαλο στο γκάζι και ένιωσε να τυφλώνεται, όλα έγιναν ένα στο μυαλό του, ο βρυχηθμός του 1300, τα μάτια του Παναγιώτη, η ανάσα του στο τεπόζιτο, τα παγωμένα του χέρια. Κι όπως κοίταξε πάνω, με φόντο ένα εκτυφλωτικό ήλιο, είδε τον Ίκαρο να καίγεται.

Η Στέλλα κοίταξε την πόρτα που μόλις είχε κλείσει πίσω του ο γιατρός με τα γκρίζα που της είχε φανεί σα λεκές στην ανυπόφορη ασπρίλα του νοσοκομείου. Το λογύδριο χιλιοειπωμένο. «Ήταν σε μεγάλη ηλικία… δεν ταλαιπωρήθηκε… τα φάρμακα που του δώσαμε… πιθανές παρενέργειες… φάνηκε για λίγο να έχει αισθήσεις… αλλά τελικά… η καρδιά βλέπετε…»

«Μαμά ο παππούς ο Μιλτιάδης είναι εδώ;». Η φωνή του μικρού σταμάτησε τις σκέψεις της. Πήρε τη φωτογραφία που της έδειχνε ο μικρός. Μόνο αυτή τον επισκεπτόταν πια... πως βρέθηκε εδώ αυτή η φωτογραφία; Και γιατί δεν την είχε ξαναδεί;

Ήταν ο πατέρας της στα νιάτα του, δεν σήκωνε αμφιβολία, μ΄ένα φίλο του. Πρέπει να είχε πάρει φως η φωτογραφία γιατί το πρόσωπο του φίλου του είχε τόση λάμψη που δεν διέκρινες καν χαρακτηριστικά. Οι δυό τους αγκαλιασμένοι μπροστά σε μια μοτοσικλέτα που δεν της θύμιζε τίποτα απολύτως. Θυμήθηκε που έλεγε πάντα ότι θα αγόραζε μια αλλά ποτέ δεν τα κατάφερε. Όλο δανεικές έπαιρνε. Μια ζωή δανεικές. Σαν τα μάτια του τις πρόσεχε γι αυτό του τις έδιναν.

Κι αυτό ; Δεν μπορεί… είχε κόψει το κάπνισμα πριν πολλά χρόνια. Εξάλλου αυτά δεν βγαίνουν ακόμα, βγαίνουν; Χάιδεψε με τα δάχτυλα τον άτσαλα ζωγραφισμένο άγγελο στην πίσω πλευρά του πακέτου. «Σαντέ» μουρμούρισε. Η κοπέλλα πάνω στο πακέτο την κοίταζε χαμογελαστή, γέρνωντας πίσω το κεφάλι.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

THE DUCATI CODE PART V – THE FINAL ESCAPE

THE DUCATI CODE PART V – THE FINAL ESCAPE

Όταν ξύπνησα βρισκόμουν δεμένος πιστάγκωνα πλάτη πλάτη με τη Μόνικα σε μια παλιά αποθήκη. Το πρώτο που αντιλήφθηκα ήταν ένα τεράστιο βουητό που ερχόταν κάπου πολύ κοντά μας μέσα απ’ το κτίριο. ‘Χριστέ μου τι ν’ αυτό;’ μουρμούρισα ζαλισμένος ακόμα.
Άκουσα τη ζεστή φωνή της Μόνικα πίσω μου ‘Δεν ξέρεις λοιπόν… Γιατί νομίζεις σε κυνηγάνε; Δεν θέλουν να ανακαλύψει κανείς για το μηχάνημα… το διαβόητο Kulomarioli Corrector.
‘Το ποιο; Τι ν’ αυτό;’ ‘Λίγοι το ξέρουν ακόμα και στο εργοστάσιο μέσα. Είναι ένας τεράστιος πομπός στην ουσία.’ ‘Και τι κάνει;’ ‘Είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις μια φρικτή αλήθεια;’ ‘Σ’ ακούω’ ψέλλισα. ‘Είναι πομπός RC. Η Ducati του Stoner είναι τηλεκατευθυνόμενη.’

Έμεινα στήλη άλατος! Πώς να το περιμένω; ‘Γι αυτό λοιπόν… έτσι εξηγείται… γιατί από βρόντακας το 06 μεταμορφώθηκε σε κάποιον που οδηγεί σχεδόν τόσο καλά όσο εγώ..’ ‘Μην είσαι αφελής αμόρε μιο’ είπε η Μόνικα. ‘Και το 2006 ήταν τηλεκατευθυνόμενη, απλά ήταν ιταλικός ο πομπός… τώρα έχουν βάλει ένα Kyosho.’ ‘Mε ιαπωνικό πομπό κέρδισε;!’ ‘Ναι.’ ‘Μα πως… κανείς δεν…’ ‘Δεν υπάρχει κανονισμός να το απαγορεύει’ μου θύμισε. ‘Εφόσον επιτρέπονται τα ηλεκτρονικά βοηθήματα…’

Έπρεπε να φύγω από κει. Ο κόσμος έπρεπε να μάθει την αλήθεια. ‘Έχεις κάτι πάνω σου; Σουγιά, κάτι;’ ρώτησα τη Μόνικα. ‘Μόνο τις μπότες μου άφησαν, μου πήραν και τα ρούχα και όλα.’ ‘ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΔΕΣΑΝ ΠΛΑΤΗ ΜΕ ΠΛΑΤΗ ΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΜΕΤΑ!’ μούγκρισα. Για την ώρα λοιπόν δεν υπήρχε λύση. ‘Μίλησε μου για σένα’ της είπα. ‘Πως βρέθηκες εδώ;’

Μου είπε όλη της την ιστορία. Το πραγματικό της όνομα ήταν Αγνή Κατσαμποξάκη και ήταν Κρητικιά. Ο πατέρας της ήταν ο διάσημος σεφ μπουμπουριστών χοχλιών Φρανσουά Κατσαμποξάκης που είχε το περίφημο γκουρμέ εστιατόριο ‘Το Βουτυρωμένο Καβούκι’ στην Αγκάραθο. Αφηγόταν με δάκρυα στα μεγάλα πράσινα μάτια της.
‘Το χωριό μας είχε χτυπηθεί στον πόλεμο άσχημα. Υπήρχε ένα ναρκοπέδιο λίγο έξω απ’ το χωριό, εκεί που μάζευε ο πατέρας μου τους χοχλιούς. Και μια μέρα…’ ‘Ω θεέ μου όχι…’ ‘Ναι. Πάτησε χωρίς να το ξέρει σ’ ένα θαμμένο κόνσεπτ Ντουκάτι σκράμπλερ. Υπάρχει ακόμα ο κρατήρας στη μνήμη του’. ‘Και; Τι έκανες μετά;’ ‘Μετά κλείσαμε το εστιατόριο και φύγαμε με τη μητέρα, οι αναμνήσεις δεν επέτρεπαν να μείνουμε εκεί. Σαν τραγική ειρωνία έπιασε δουλειά σαν Maestra Sfouggaristra εδώ στο εργοστάσιο. Θυμάμαι γύριζε αργά το βράδυ μυρίζοντας Castrol, έστιβε λίγο το φόρεμα της και τηγανίζαμε δυο αυγά ίσα ίσα να περάσουμε. Εγώ δούλευα σα σχεδιάστρια και δοκιμαστής σε οίκο sex shop. Θυμάμαι καθόμουν τα βράδυα μέχρι αργά και… αλλά είμαι σίγουρη σε κουράζω μ’ αυτά.’

Εκεί έβγαλα μια άναρθρη κραυγή. ‘Μια μέρα η μητέρα δεν άντεξε, τρελάθηκε.’ ‘Γιατί;’ ‘Δούλευε δίπλα σ’ ένα τμήμα που δοκίμαζαν εξατμίσεις σε Multistrada.’ ‘Δεν επανήλθε ποτέ’. Ξαφνικά ένα γαύγισμα διέκοψε την εξομολόγηση της. Ένα τεράστιο λυκόσκυλο μας κοίταγε εξεταστικά.
‘Μοτούλ!!!’ φώναξε η Μόνικα. ‘Δικός σου είναι;’ ‘Ναι, είναι το σκυλί μου, ο Μοτούλ!! Εδώ Μοτούλ!! Τα σκοινιά αγόρι μου!!’

Μερικά λεπτά αργότερα είμαστε ελεύθεροι. Δυστυχώς πρόλαβε και τυλίχτηκε με μια σημαία Ducati Corse πριν με λύσει ο κοπρίτης. ‘Τι SAE είναι ο Μοτούλ;’ τη ρώτησα. ‘Έλα μαζί μου. Ξέρω πώς να βγούμε απ’ το εργοστάσιο. ‘ Πρώτα πρέπει να κάνω κάτι’ της είπα. Βρήκα ένα κινητήρα Μουλτιστράντα παρατημένο και ακροπατώντας στην αίθουσα με τον πομπό τον κόλλησα πάνω του με ταινία. Τον άφησα στο ρελαντί. ‘Έχουμε περίπου 50 δευτερόλεπτα μέχρι να σκάσει το φουρνέλο’ της είπα. Αρχίσε να με οδηγεί με τη σημαία να ανεμίζει ανάμεσα από περάσματα στενά και διαδρόμους ώσπου στο τέλος είδα φως…

Φτάσαμε μέχρι εκεί που είχα αφήσει το 1300. ‘Πρόσεχε μη μου γδάρεις την ουρά όπως ανεβαίνεις, μαλακά λέμε, προσέχουμε!’ (είπαμε κουκλάρα αλλά μη μας σπάσει και το μηχανάκι τώρα και τα πάρω). Ανεβαίνει σαν ελαφάκι και φύγαμε. Ξαφνικά ακούγεται μια δυνατή έκρηξη να τραντάζει το εργοστάσιο συθέμελα, κι ένας δεύτερος εκκωφαντικός θόρυβος πίσω μου. Μια ελαφρά ταξιαρχία με Multistrada μας έχει πάρει από πίσω…

Έχουμε βγει σ’ ένα στενό επαρχιακό δρόμο. Μπροστά μου και πλάι μου φράχτης που μας κόβει απ’ την autostrada. ‘Δεν έχουμε δρόμο’ της ουρλιάζω. Κοιτάω το φράχτη. ‘Δάσκαλε Στηβ Μακ Κουήν, δες πως το κάνουν με κυβικά το κόλπο’ ψιθυρίζω και χαμογελάω. Αρχίζω να κινούμαι προς το φράχτη με δευτέρα στα κόκκινα και το μοτέρ να ουρλιάζει.

ΔΙΑΛΛΕΙΜΑ. ΣΗΜΕΙΩΣΗ. Οσοι περιμένουν να περάσω με άλμα πλάγια πάνω απ’ το φράχτη όπως ο Στηβ Μακ Κουήν ας διαβάσουν Ιούλιο Βερν ή Ray Bradbury. Είμαι σίγουρος η βιβλιοθήκη του ασύλου όπου ανήκετε κάτι θα έχει. ΤΕΛΟΣ ΔΙΑΛΛΕΙΜΑΤΟΣ.

Βλέπω το φράχτη να πλησιάζει. ‘ΤΟRA TORA TORA’ ουρλιάζω, η Μόνικα σφίγγεται πάνω μου (έχουμε τα τυχερά μας) και το 1300 σπάει το φράχτη κομμάτια καθώς περνάμε καρφί από μέσα. ‘WE BRAKE FOR NOBODY ΡΕ’ φωνάζω στους Ιταλούς που χάνονται στο βάθος πεδίου πίσω μου.

‘Που πάμε τώρα αμόρε;’ μου ψιθυρίζει η Μόνικα. ‘Στο εργοστάσιο της BMW… αφού βρούμε κάπου να περάσουμε τη νύχτα… και αφού σταματήσουμε για ένα Bel-Ray.’ Νιώθω το χαμόγελο της. ‘Ας πάρουμε σε διάφορα SAE. Η νύχτα θα είναι μεγάλη νομίζω... Φύλαξα και το σχοινί που μας δέσανε μήπως χρειαστεί.’

Πάντα μ’ άρεσαν τα κακά κορίτσια που είναι οργανωμένα.

Brace yourself BMW, Wulf on the way… ; )

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

THE DUCATI CODE - PART IV

THE DUCATI CODE - PART IV

‘Το ιξώδες μου…’ της είπα κοιτώντας μια σταγόνα Bel Ray να κατεβαίνει αργά το λαιμό της.
Ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα στα αριστερά μας και βλέπω ένα τύπο να με κοιτάει. Όπως κρατάει ανοιχτή την πόρτα βλέπω μια μεγάλη οθόνη να δείχνει ένα Ιάπωνα ντυμένο σταυροφόρο και πέντε Ιταλοί πάνω σ’ ένα κάστρο να τον λούζουν καυτό λάδι. Δεν μπορώ να μην προσέξω τις κάρμπον καζάνες που χρησιμοποιούν. Μια απ’ τις καζάνες μάλιστα δακρύζει από μια τσιμούχα στο πλάι.

Ο τύπος ξαφνικά φωνάζει ‘E τζαπάνιο κατασκόπο αρπαχτάρε εμπελερέυ γκόμενα’ και γίνεται ο χαμός. Αρπάζω γερά τη Μόνικα απ’ το χέρι κι αρχίζουμε να τρέχουμε. Νιώθω ένα Ντελόρτο να περνάει σύριζα απ’ τ’ αυτί μου ακολουθούμενο από κάτι βαλβίδες. ‘Ευτυχώς έχουν λίγες’ σκέφτομαι. Μπουκάρω στην πρώτη πόρτα που βρίσκω μπροστά μου και ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι είμαι σ’ ένα συνεδριακό χώρο όπου αμίλητοι ιταλοί παρακολουθούν διάλεξη. Χανόμαστε με τη Μόνικα ανάμεσα στο πλήθος και καθόμαστε.

Κάποιος με περισπούδαστο ύφος δείχνει μια σειρά slides. ‘Εδώ είναι ο L κινητήρας μας’ λέει με περηφάνεια. ‘Με τον οποίο το μόνο που δεν έχουμε βγάλει ακόμα είναι ντεσμοτρίκυκλο’. ‘Ωραία ιδέα!’ ψιθυρίζει κάποιος μπροστά μου στο διπλανό του. ‘Πιστεύουμε ότι πρέπει να εξελιχθούμε’ συνεχίζει ο περισπούδαστος προκαλώντας μουρμουρητό στην αίθουσα. ‘Υπάρχουν κι άλλα γράμματα. Θέλω να σκεφτείτε ένα κινητήρα W ή ακόμα και και σε διάταξη Q με τον κύλινδρο καρφωμένο κάπου απάνω. Το δοκιμάσαμε στα εργαστήρια μας – θα είδατε πιστεύω το λάδι στο διάδρομο – και πιστεύουμε ότι μπορεί να δουλέψει. Έτσι θα υπερισχύσουμε άλλη μια φορά απέναντι στα ιαπωνικά μιάσματα’.

Εγώ φταίω. Δεν το ελέγχω ώρες ώρες. ‘Ποιον είπες ρε γκάβακα φρανκενστάιν μίασμα; Άμα σου κάνω μπερνάουτ στη μάπα και σου ξεχυλώσω το ρουθούνι θα τρέχεις με ραμέαρ’.
Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι έχω σηκωθεί απ’ το κάθισμα, η Μόνικα με κοιτάει έντρομη, ο φρανκενστάιν φωνάζει ‘πιάστε τον’ και το να την κάνουμε φαντάζει αδύνατο.

Η σωτηρία ήρθε ανέλπιστα... για να σώσει την κατάσταση η Μόνικα ανεβαίνει στο κάθισμα και με τη μια τραβάει κάτω το φερμουάρ και ανοίγει το δερμάτινο διάπλατα. Κόκκαλο όλοι. Ακούστηκε μόνο ένα υπόκωφο ‘ωωω…’ κι ένα ξέψυχο ‘μαντόνα μια…. Ντι κούπλε γκράντε ντόμι λα κατεντράλε ντι Νάπολι….’.

‘Καρμπονάρα πάουερ’ του ανταπαντώ και δώστου πιλάλα με τη Μόνικα στο πλάι μου. Μόλις χάσανε το θέαμα μας πήραν φαλάγγι. ‘Το Bel-Ray!’ της φωνάζω. ‘Πέτα τους το Bel-Ray’. Εκεί ήταν η πιο όμορφη εικόνα που έχω δει ποτέ.

Με τα μαλλιά της να ανεμίζουν και το λάδι να κυλάει πάνω της, το δερμάτινο ανοιχτό και το σλιπάκι να παλεύει να κρύψει έστω κάτι, τραβάει με τα δόντια σαν περόνη σε χειροβομβίδα το καπάκι του Bel-Ray και το πετάει πίσω. Τούμπα όλοι κάτω. Κρίμα που έτσι που την είδα μου ανέβηκε η πίεση 85 (η μικρή) σε 0,03 sec και λιποθύμησα. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι ένα ιταλό να ρχεται πάνω μου κρατώντας ένα παλιό αμορτισέρ paioli.

Όταν ξύπνησα…..

The Ducati Code Part III

THE DUCATI CODE - PART III


Προχώρησα κοντά στην πόρτα του εργαστηρίου απ' όπου έρχονταν άναρθρες κραυγές. Άκουσα πίσω μου ποδοβολητό, κι ένα 'από δω πρέπει να πήγε!'. Άνοιξα βιαστικά την πόρτα και μπήκα.

Μόνο η πένα ενός Edgar Allan Poe και ενός De Sade θα μπορούσαν να περιγράψουν αυτό που είδα. Εγώ δεν φέρνω στον Poe ούτε σα σουλούπι ούτε συγγραφικά, κι έχω και κάτι κιλάκια των Χριστουγέννων παραπάνω. Όλων των Χριστουγέννων. Αλλά θα προσπαθήσω.

Έχω κρυφτεί πίσω από ένα τεράστιο διακοσμητικό φυτό και παρατηρώ το χώρο. Σε ένα μεγάλο πάγκο ένας τύπος με ταμπελάκι 'ingenere' κρατάει ένα μπωλ με λάδι το οποίο μεταγγίζει σ' ένα μεγάλο μπωλ. Δίπλα του ένας φωνάζει δυνατά 'CHECK' και σημειώνει κάτι σ' ένα χαρτί. Παίρνει το μπωλ και το μεταγγίζει σ' ένα μεγαλύτερο μπωλ σε σχήμα V. 'CHECK' φωνάζει ξανά ο άλλος. Το αδειάζει μετά σ' ένα μονοκύλινδρο κινητηράκι. 'CHECK'. Μετά σε ένα τετρακύλινδρο. 'CHECK'. Τέλος το αδειάζει σ' ένα μοτέρ Ντουκάτι. Το λάδι του κατεβαίνει από το μπατζάκι και συνεχίζει ακάθεκτο κάλτσα-παπούτσι.

Τα παίρνει στο κρανίο. 'Ε βαφανκούλο! Μέχρι το τάπερ καλά. Τάπερ V καλά! Μονοκύλινδρο καλά. Τι διάολο παθαίνει μετά;'

'Να βάλουμε μεγαλύτερο ιξώδες ίσως..' λέει ο τύπος με το Check. 'Πόσο μεγαλύτερο;' 'Γράσσο'. 'Εγώ σκεφτόμουν ένα ηλεκτρονικό βοήθημα το οποίο σε διαρροή λαδιού θα βγάζει από κάτω ένα κουβαδάκι κάρμπον και θα στέλνει και με GPS σήμα σε μετανάστρια με σφουγγαρίστρα να έρχεται να περνάει ένα χέρι την άσφαλτο'. 'Δεν είναι άσχημη ιδέα Τζιουζέπε.'

Να πω όμως ότι αυτό τράβηξε την προσοχή μου θα πω ψέμματα. 'Κι άλλο κάτω;'. Μελαχρινή, με βαθιά πράσινα μάτια και τη χαρακτηριστική κομψότητα ιταλίδας τράβηξε κι άλλο το φερμουάρ του δερμάτινου Dainese και το φυτό που κρυβόμουν τραντάχτηκε. Στο δεξί χέρι ένα Bel-Ray. Μικροσκοπικό βαθυκόκκινο σλιπάκι Corse και μετά από 2 χιλιόμετρα πόδι δυο μποτάκια Alpine Stars.

'Nαι κι άλλο!' φώναξε ένας τύπος με μουσάκι α λα Νταλί και μια κάμερα. Αλλιώς θα προσέξουν το μηχανάκι! Δε θέλω να το δουν ΚΑΝ το μηχανάκι αμόρε μιο! Εσένα μόνο θέλω να δουν και τα τηλέφωνα!' Ένας βοηθός του τον πλησίασε. 'Να βάλουμε μια πολύ χοντρή ξαπλωτή πάνω να μη φαίνεται τίποτα; Έχω μια θεία στην Περούτζια-' 'Ρε στρόντζο!!!' του φώναξε ο Νταλί 'το πλαίσιο δεν το σκέφτεσαι που θα πάει κάτω η σκαλωσά;' και γύρισε τρομαγμένος προς την ιταλίδα που ακουμπούσε ναζιάρικα το χέρι της στην ουρά της Ducati. 'Μη μη Μόνικα όχι!' αλλά μέχρι να το πει πάει κάτω η ουρά μαζί με το χέρι της μαζί με τον ώμο μαζί με τη Μόνικα ολόκληρη η οποία μένει απορημένη να κάθεται σε μια λίμνη λάδια με το Bel-Ray στο χέρι.

Εκεί δεν άντεξα. Μου φυγε. Σαν το Βέγγο στο Θου-Βου.

'Μανούλα'.

Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι έχω αγκαλιάσει το φύκο χέρια πόδια και με κοιτάνε. Τρέχω, τρέχουν, γλυστράμε όλοι και έχουμε πάει πατινάζ όλο το εργαστήριο. Περνώντας αρπάω τον καρπό της Μόνικα και την τραβάω μαζί μου καθώς γλυστράει ξαπλωτή στο λάδι. Έχω φύγει καρφί από την πίσω πόρτα η οποία κλείνει πίσω μου με μεντεσέ στα μούτρα των διωκτών μου. Κάνω γυροσκοπικό με το δεξί μπούτι και παίρνω τη στροφή πριν καταγκρεμιστούμε στη σκάλα.

Ασφαλείς για την ώρα.

'Αυτό τι να το κάνω;' μου λέει η Μόνικα η οποία μιλάει σπαστά Κρητικά (ατςςς Poe eat my dust) δείχνοντας μου το Bel-Ray.

'Τι ιξώδες είναι;' τη ρώτησα.

Ακούμπησε το δάκτυλο της πάνω στο λαδωμένο της ώμο και το έγλυψε αργά. '10-40 ημισυνθετικό' μου απάντησε με χαμόγελο.

(Συνεχίζεται)

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

The Ducati Code - Part II

The Ducati Code - Part II

Προχώρησα αργά στο γραφείο αλλά με τη γλίστρα έχασα και το πάτωμα και όλα, πήγα να κάνω μπερμ ένα φύκο που είχε για να κρατηθώ αλλά τον πούλο, έσκασα πάνω σ' ένα πουφ ευτυχώς. Βλέπω ένα τύπο καλοντυμένο, αδυνατούλη, με γαμψή μύτη.

Πίσω του είναι ένα μοτέρ το οποίο έχει μετατραπεί σε κείνα τα φενγκ-σουι συντριβάνια, βγάζει λάδι απ' τον κύλινδρο και το κάρτερ, το κατεβάζει σε κάτι μπονσάι και το ξαναγυρίζει μέσα. Βλέπω ένα κάδρο πάνω απ' το γραφείο του με μια τεράστια φλάντζα κι από κάτω γραμμένο 'ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ'.

'Γεια σας' μου λέει με μελιστάλαχτο χαμόγελο. 'Καφέ; ' Ναι, ευχαριστώ του λέω. Πάει σ' ένα μοτεράκι ζήτημα να'ταν 250 κυβικά, βάζει τον καφέ απ' την τρύπα για το μπουζί, τη ζάχαρη, ακούγεται ένα μπζ-γκζτ κι έτοιμος. 'Μυρίζει λίγο λαδίλα ο καφές' - 'Ναι μη σας απασχολεί. Ήρθατε να δείτε το εργοστάσιο; ' Ναι του λέω, 'Α' μου λέει 'μας πετύχατε στη μέρα της προσφοράς μας'. 'Δηλαδή; ' 'Έχουμε τη νέα Desmotzitziki με ανθρακονήματα, στροβιλοσκομπιλόμετρο, σελέξιον, ηλεκτροπληξιακό πίνακα, πρόγραμμα για πρόπλυση, ειδικό πρόγραμμα για κουλούς-μάλλινα και ευαίσθητα και την έχουμε βγάλει μόνο σε 1000 κομμάτια γιατί μας τελειώσανε οι φλάντζες. Μπορείτε να την αποκτήσετε στην προνομιακή τιμή των 48,000 ευρώ με σταθερό επιτόκιο για τον πρώτο χρόνο και δίνουμε δώρο και πατάκια για το γκαράζ.' 'Τι να τα κάνω τα πατάκια στο γκαράζ; ' 'Ε, Ντουκάτι παίρνετε. Θα παίξει, θα λερωθεί. Χρειάζεται το πατάκι.'

'Τι να σας πω, έχω ένα CB1300 και είμαι αρκετά ευχαρι-" "Χόντα;" "Ερμ.. ναι." "Καμία σχέση. Το δικό μας βγάζει 10 φορές παραπάνω τελική". "Πως;" "Γλυστράει στα λάδια του πάνω και πάει μαμιώντας. Τα φρένα είναι λίγο πρόβλημα". "Μπα λέω να το κρατήσω το CB."
"Δε μου λέτε εσάς δε στάζει τίποτα ε;" "Τι να στάζει;" "Οτιδήποτε" "Απο που να το στάζει;" "Από οπουδήποτε". "Οχι γιατί;" "Να σας πάρω λίγο το μοτέρ να δω κάτι;" "Το μοτέρ;" "Ναι, μετά το ξαναβάζουμε πάνω, μην ανησυχείτε. Στην τελική σας δίνουμε ένα Μάνστερ 600." "Μπα δε νομίζω..." "Έχει βουλοκέρι πάνω πουθενά ή κόλλα ούχου;'' ''Το μοτέρ;!;'' ''Όχι ε; Και πως διάολο... μα ελάτε δώστε μου το λίγο... θα σας δώσουμε και σωβρακάκι Ντουκάααατι... καραμελίιιιτσες... θα πάμε άτα και στο εργοστάααασιο''

Έφυγα τρέχοντας έντρομος μέχρι που χάθηκα στους διαδρόμους. Μπροστά μου ένα βελάκι έδειχνε προς το βάθος του κτιρίου. 'Εργαστήριο΄.

(Συνεχίζεται)

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007

The Ducati Code - Part I

THE DUCATI CODE – PART ONE

Το κοκκινο φωτακι εξω απ τη μεγαλη πορτα της Μπολονια αχνοφεγγε. Ισως ηταν λογω αγωνιστικου χαρακτηρα αλλα και παλι εφερνε κατι αλλο στο μυαλο. Μετα απο μερικα δευτερολεπτα καηκε και βεβαιωθηκα οτι ειμαι στο σωστο χωρο. Το χώρο για τον οποιο τοσα ειχα ακουσει… για τη διαβοητη Ντεσμο Ντει. Πλυσεις εγκεφαλου, εκβιασμοι, παραποιηση της αληθειας και της ιστοριας… μεχρι και φονοι.

Ειχα ακουσει ότι το πρωτο σταδιο ηταν να αυτομαστιγωθεις. Το δευτερο και σκληροτερο ήταν να αποκτησεις Μανστερ. Το τριτο ηταν να τους δωσεις ολη σου την περιουσια αλλα αυτό ηταν απορροια του δευτερου αφου αργα ή γρήγορα εξανεμίζονταν όλα σου τα περιουσιακα στοιχεια. Προχώρησα απ τη μισανοιχτη πορτα με προσοχη. Μπαινοντας μεσα ειδα ενα γεροδεμενο ιταλο του νοτου να κοπαναει με τη ματσολα ενα μοτερ προσπαθωντας να το κομπλαρει σ' ενα πλαισιο. Μου ειπε ευγενικα οτι τα πλαισια τα φτιαχνουν καταδικοι στη Σικελια, απο κει εκαναν και τα σχεδια κι απο κει τα προμηθευονται ακομα. Ειχαν ξεκινησει απο πυργους με σπιρτα, μετα οδοντογλυφιδες και τωρα πλαισια. "Καμια φορα τους βγαινει πιο μικρο και δεν κουμπωνει πανω ο κινητηρας" μου σφυριξε και κοπανησε αλλη μια. Γι αυτο τον γυριζουμε γυρω γυρω να δουμε πως θα ταιριαξει. "Αι στο ντεσμο" ξαναφωναξε και κοπανησε μια δυνατη. "Και καλα να ναι στενο. Το βολευουμε. Καμια φορα τους βγαινει φαρδυ και κολυμπαει μεσα ο κινητηρας. Γιατι νομιζεις οτι μεγαλωνουμε τον κυβισμο? Οτι θελουν στελνουν οι *******, εχουμε και μεις τωρα 3-4 μοτερ και βαζουμε οποιο κανει."

Προχωρησα παρακατω εκει που ηταν μαζεμενοι πολλοι εργατες. Όπως περνουσα ειδα στον τοιχο μερικα συνθηματα, παροιμιες του λαου της Ιταλιας, σε μικρες κορνιζες. "Καλλιο Ντουκατόδενε παρά σερβισογύρευε""Οσα δε φτανει ιταλικο τα λενε Καβασακι""Δουλεια δεν ειχε ο ντεσμο του, πηδουσε τις βαλβιδες"Είχε και ένα αρχείο εφημερίδων με αρκετό ενδιαφέρον σε μια γωνιά. «Τραμπάλα του Ταλιόνι καταρρέει σε παιδική χαρά. Έξαλλοι οι γονείς.» «Σκαλωσιά Ντουκάτι στέλνει μετανάστη μπετατζή στο νοσοκομείο.» Και μια τρομαχτικη μ' ένα Ιταλο να σε δειχνει και να λεει «Εσυ ΠΟΣΑ ντελορτο ρύθμισες σημερα;» Ειχε κι άλλο ένα λίγο πιο πέρα :«Ντουκάτι Νικήτρια του 39ου Κυπέλλου Ιταλίας. Έτρεχαν 48 Ντουκάτι και ένα Χόντα το οποίο όμως έπεσε πάνω στα 39 σταματημένα από πρόβλημα Ντουκάτι στην πρώτη στροφή και ΔΕΝ τερμάτισε ο άχρηστος Ιάπων. Άλλος ένας ΘΡΙΑΜΒΟΣ κτλ. Κτλ.» Παρακάτω ένα άρθρο που έλεγε: «Εναλλακτικά Καύσιμα. Ντουκάτι με Υδρογόνο. Κίνδυνος – Θάνατος.» κι από κάτω υβριστικά σχόλια των εργατων. Λιγο πιο περα, καρφιτσωμενες σ' ένα μπορντ με τιτλο «Αποτυχημενες Εφευρεσεις – Μαθαινουμε απ τα λαθη μας» ήταν ένα σκίτσο μ' ένα θερμοσίφωνο ντουκάτι, ένα μπλουπριντ κινητήρα ντέσμο για διαστημόπλοιο που η ΝΑΣΑ απέρριψε και τέλος ένα ηλεκτρικό μασαζοκορσέ δίπλα στον οποίο είχε φωτογραφίες χοντρών θυμάτων ηλεκτροπληξίας κι ένα μεγάλο «ζητάμε συγνώμη από τις οικογένειες.»

Προχώρησα στον κύριο χώρο του εργοστασίου. Βρηκα ένα μηχανικο σκυμμενο πανω από ένα κινητηρα να ρυθμιζει κατι. Ενας διπλα του ειχε ιδρωσει και ουρλιαζε «κοψε το κοκκινο καλωδιο! Το κοκκινο καλωδιο! Προσεχε στροντζο θ' ανατιναχτουμε!» Εκεινη την ωρα που κοιταζα να δω τι κανουν, σβηνουν όλα τα φωτα. «Όχι ρε παλι ρε γαμω το μαγκνετι μαρελλι σου ε ΟΧΙ» να χτυπιεται και μετα αρχιζει να ωρυεται «Το εφεδρικο! Βαλε το εφεδρικο!» Ξαφνικα βλεπω φως από 2 τεραστια φαναρια να φεγγουν πανω στον παγκο. Μολις συνηθισαν τα ματια μου καταλαβα ότι εβλεπα τα φωτα από 2 CB400 N που ηταν στημενα διπλα. «Καλα που μας τα πηραν κι αυτά κι εχουμε φως ρε! Πρώτα ειμαστε με τα κεριά!» Ο ενας γυρισε και με κοιταξε αγρια «Ντουκατι εχεις και συ;» «Όχι, Χοντα CB1300.» «Ε φερτο ρε φιλε μεσα και δε μιλας τοση ωρα να χουμε φως ρε!» Ο άλλος στραβωσε. « CB1300? Πφφ…» «Γιατι ρε φιλε πφφφ ;» «Νομιζεις δεν κανουμε συγκριτικα εδώ? Νομιζεις ότι μονο Ντουκατι τεσταρουμε; Σε πληροφορω φιλε ότι βαλαμε 1300 στην πιστα με το χιλιαρι το δικο μας και το πατησε το 1300.» «Σοβαρα μιλας;» «Ε ναι ειχε καποια προπορεια το Ντουκατι, αλλα και το 1300 αδυνατο να το φτασει.» «Γιατι;» «Γλυστραγε.» «Δεν ειχε λαστιχα;» «Πως δεν ειχε. Αλλα γλύστραγε στα λαδια.» «Στα λαδια; Που βρεθηκαν λαδια στην πιστα των δοκιμων;» «ΠΟΛΛΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ ΡΕ ΦΙΛΕ;»

Εφυγα ψιλοτρομαγμενος για τον πανω οροφο που ηταν τα γραφεια. Βρηκα και μια μικρη βιβλιοθηκουλα στο διαδρομο, με συγκριτικα τεστ. Ένα εγραφε «Ducati Monster vs KTM 990 – Not for public view. » «Ducati Monster vs. Speed Triple. Not for public view. » «Ducati Monster vs. Z750 – Not for public view. » «Ducati Monster vs. Honda Innova 125 – To Be Published as a Brand Name Comparison. »Ειδα την πορτα ενός γραφειου ανοιχτη και μπηκα…..

( Συνεχιζεται)

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

H Πόλη Ποτέ Δεν Κοιμάται.

Μόλις τέλειωσα την ταινία, να είναι καλά ο φίλος Άρης που την έστειλε. Δεν ενθουσιάστηκα, είχε όμως κάποια στοιχεία που... αλλά να το πάρω απ' την αρχή.

Μου θύμισε εποχές που έζησα, μου θύμισε φίλους που έχασα. Μου θύμισε κρύα βράδια στην Εθνική με τα μπολντόρια να ουρλιάζουν και να χάνονται κάτω από το σκοτάδι της πρώτης γέφυρας του Γερμανού. Μερικά δε γύριζαν. Όπως και στην ταινία.

Θα είναι λάθος να τη δει κανείς σαν μια ταινία μιας δήθεν ηρωικής εποχής γιατί δεν είχε τίποτα το ηρωικό. Είναι μια ταινία σαν...ας πούμε δωδεκάμετρο μπλουζ. Ο Τσιλιφώνης φαίνεται να το ξέρει. Μπλέ φόντο με τη σειρήνα του περιπολικού, μπλέ φώτα κάτω απ' τη γέφυρα, μπλε παντού. Οι νότες κυλάνε αργά, μερικές φορές βαρετά, σου δίνει κάποια μικρά σπηντάκια για να σε κρατήσει, και περιμένεις όπως και σε κάθε μπλουζ εκεί που θα κατέβει χαμηλά για να πετάξει αυτές τις πέντε πουτάνες νότες και να σε στείλει.

Έτσι κι αυτό. Όλη η ταινία είναι ένα στήσιμο για την κόντρα. Το αποτέλεσμα δε μετράει. Η ταινία αρχίζει με θάνατο και τελειώνει με θάνατο. Αυτό που μετράει είναι μόνο να στηθούν τα τέρατα και να σκιστούν στην ευθεία. Και σε φτιάχνει σιγά σιγά. Το παλιό μπουφάν που βρίσκει ο Καλαβρούζος. Το αργό, τελετουργικό ντύσιμο. Τα βλέμματα. Το σπασμένο CB1100R στην μάντρα με το χρυσό καπάκι στο μοτέρ. Η δήθεν μαγκιά και το macho σαν να είναι όλοι παγιδευμένοι σ' ένα σκάκι που κινείται όλο και πιο γρήγορα μέχρι ο ένας 'βασιλιάς' να πέσει. Και ξημέρωμα τα στήνουν. Παρατσούκλια καθαρά κινηματογραφικής χρήσης - 'ο Πεταλούδας'. 'Ο Ντι-Τζει'. Και η στιγμή που τα μπολντόρια σκυλιάζουν και φεύγουν τόσο τρελαμένα στην ευθεία που μυρίζεις το καμμένο λάστιχο.

Οι χαρακτήρες είναι τόσο υπερβολικά στυλιζαρισμένοι που μοιάζουν καρικατούρες. Μαριονέτες. Ξέρεις τι θα πουν, ξέρεις ότι η ατάκα δεν θα έχει και τόση σημασία. Το θέμα είναι να συνεχίσει να 'γίνεται παιχνίδι'. Μικρά ενδιάμεσα break στο σενάριο σαν σποτάκια. Ο μπασίστας στο μπαράκι. Η αρπαγή του Kawa έξω απ' την καφετέρια. Οι παλιές φωτογραφίες. Οι αναφορές στο 'νταμάρι' και στα Νόρτον. Μήπως όμως έτσι κάπως δεν ήταν και η ζωή τότε; Κατακερματισμένη. Σε μια εφηβεία επαρχιακή χωρίς σκοπό που σε περίμενε να ανέβεις στο θηρίο για να βρεθείς και μια φορά center stage σαν τον αδελφό του Πεταλούδα.

Μερικές φορές δίνει την αίσθηση σαν να έδωσες μια κάμερα σ' ένα πιτσιρικά, σε μια ψόφια Αθήνα και να του είπες 'τράβα κάτι καλό'. Σπασμένα καρέ, νεον, βρώμικοι δρόμοι και πλατείες, σκοτεινά γκαράζ. Μέχρι ν' ανάψουν τα δυο φανάρια και όλοι να ανακάτσουν στις θέσεις τους. 'Νάτο, τώρα είναι!'

Και δε μπορείς να μην αναρωτηθείς βλέποντας αυτό το στήσιμο. Η δικιά μου κόντρα ποιά είναι; Ή μήπως θα είμαι ένα από τα 'ψαράκια' που κοιτάνε με δέος χωρίς ποτέ να χωθούν στη ζωή τσίτα; Δεν είναι ανάγκη να είναι με μηχανές. Οι καλύτερες κόντρες που κάνουμε είναι με τον εαυτό μας.