disable copy

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Ντάμα Κούπα.

Δεν το είχε αγοράσει το BSA. Το είχε κλέψει. Μέρα μεσημέρι.

Φάτσα κάρτα απέναντι από το μουτζούρικο, σ’ ένα στενό νοικιάρικο σπιτάκι έμενε ο Στράτος ο Ρήγας. Το Στράτος ήτανε το όνομα του παππού και το Ρήγας κόλλησε μια και ο Στράτος τη ζωή την έβλεπε ανάλογα τη μέρα καρώ, σπαθάτη ή γύφτικη. Τη μια σκόρπαγε λεφτά δεξιά-αριστερά και την άλλη με τα μάτια πρησμένα ζήταγε δανεικά.
Ατέλειωτες ιστορίες που δεν κόλλησε η ντάμα στο βαλέ, δεν κόλλησε ο βαλές στην τσόχα, λεφτά ποτέ δεν κόλλαγαν στην τσέπη του.

Ξύπναγε κοντά τα μεσάνυχτα, τίναζε χέρια-πόδια σαν ακρίδα έτσι ψιλόλιγνος που ήτανε, κι έτρεχε στη λέσχη. Καβάλλαγε τα σκαμπώ, καβάλλαγε τις γυναίκες των άλλων που κερδίζανε, μόνο τη ρημάδα τη ντάμα κούπα δεν καβάλλαγε. Άχτι το’χε. ‘Όλα να μου κάθονται ρε φίλε, αυτή η μαντάμ με το μάτι το τσαχπίνικο δε με γουστάρει. Δε μου κάθεται, πως το λένε.’

Και μια μέρα του’κατσε. Τους πήρε και τα σώβρακα. Τίναζε χέρια σαν τον Δον Κιχώτη με τη Δουλτσινέα Νταμακούπα από δίπλα, πέταγε τα χαρτιά σαν τα καρφιά, μοίραζε, μάζευε τη μπάνκα, δε φοβόταν ούτε θεό ούτε διάολο. Το πρωί έφυγε τελευταίος. Τίγκα οι τσέπες. Μασουράκια τα λεφτά κι ένας συρφετός ρολόγια, βέρες, σταυρουλάκια, καδένες, λίγο ακόμα και θα τους είχε πάρει και κάνα δοντάκι χρυσό. Α ναι, και τη BSA. Σε μια γύρα πήγε η BSA ούτε δεύτερη δεν μπάζωσε. Σκάρταρε το εξάρι και το οχτάρι και μόλις πήρε τα φύλλα τα χτύπησε κάτω με λύσσα ‘φουλ του άσσου με δυο κούκλες, τα βλέπω κύριοι’.

Την παράτησε στην αυλή ξέπνοη μέρες, βδομάδες.

[….]

‘Τι κοιτάς ρε πιτσιρίκο;’

Τον γούσταρε τον Γιάννη γιατί του ‘φερνε γούρι. Τη βραδιά που του ‘κατσε η κούπα τον είχε μελετήσει. Η γειτονιά ήταν μοιρασμένη σε τρία στρατόπεδο. Από δω οι γουρλήδες, περάστε παρακαλώ, από δω οι γκαντέμηδες, μακριά κι αλάργα. Τρίτο στρατόπεδο που αν μεγάλωνε κι άλλο θα πέρναγε το Άουσβιτς, όσοι χρωστούσε.

‘Τη μοτόρα κοιτάς ρε; Γουστάρεις;’

Το γουστάρεις το λες μέχρι και για παγωτό. ‘Γουστάρεις ένα παγωτό;’ Αυτό που ένιωθε ο Γιάννης με τη BSA δεν ήταν ‘γουστάρω’ ήταν στα επίπεδα μιας ‘θα πηδήξω επιτέλους και θα φύγουν και τα σπυράκια’ ονείρωξης. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό; Και πώς να το εξηγήσεις και στον πατέρα που είχε βάλει το Στράτο να του ορκιστεί ότι ούτε θα του την πούλαγε ‘τη μοτόρα’ ούτε θα του τη χάριζε ούτε τίποτα. ‘Άστονε, τρελό κεφάλι έχει, ας μην το χει και σπασμένο.’

‘Θα στην έδινα ρε φίλε, αλλά ο κυρ Ανέστης… αφού ξέρεις.’

‘Ξέρω’ έλεγε μαλακά ο Γιάννης και κοίταγε μακριά απ’ τη ‘μοτόρα’ λες και θα την πρόδιδε να το πει κατάφατσα.

Μεγαλωμένος μεσ’ τη μπλόφα ο Στράτος τον κοιτάει μ’ένα σατανικό χαμόγελο. ‘Να στην πουλήσω δε θέλω και δε μπορώ, άσε που δεν έχεις όχι φράγκο, ούτε φόδρα. Να στη χαρίσω θέλω αλλά δε μπορώ, το υποσχέθηκα. Αλλά ξέρεις μια και μένα δε μου κάνουν κέφι τα μοτόρια και να την κλέψει κανείς… δεν θα χάσω ύπνο κατάλαβες;’

Ο Γιάννης τον κοίταγε σα χαζός. Εννοούσε αυτό που…

‘Εγώ τώρα την κάνω και θ’ αργήσω να γυρίσω. Ξεκλείδωτη είναι, τα κλειδάκια στη σέλα από κάτω, ποιος να τα βρει κει πέρα; Ε και στο φινάλε αν την κλέψουν την κλέψανε! Άντε γειά!’

Άνοιξε τις ακριδοποδάρες και χάθηκε πίσω απ’ τη γωνία. Ούτε 10 βήματα δεν είχε κάνει κι άκουσε το μεταλλικό σκούξιμο της μανιβέλας. ‘Α γεια σου’ είπε γελώντας. Άνοιξε το βήμα και χάθηκε στα όνειρα μιας κούπας.

Μακριά πίσω του οι δρόμοι ξεχείλιζαν απ’ το ξερό κροτάλισμα της ‘μοτόρας’.

11 σχόλια:

Ο απέναντι είπε...

θΑ ΜΑΣ ΤΡΕΛΛΑΝΕΙΣ ΡΕ ΦΙΛΕ!

Άραγε τίνος τα όνειρα διαβάζεις?

Ανώνυμος είπε...

μην το σταματήσεις τώρα Κε...

gsatelite είπε...

Μου,φτιαξες το πρωινο ρεεεεε!!!και που να ψαχνω να βρω BSA πρωινιατικα!!

ΛΥΚΟΣ είπε...

Η αντιπροσωπεια δεν εχει? ;)

Ανώνυμος είπε...

Ρε φιλε εισαι δυνατη πεννα...
Μπραβο...

Ανώνυμος είπε...

Τι το θες το κουταλάκι να μου δίνεις το φαρμακι; Γράψε ρε κάτι πλήρες! Σταμάτα να μας βασανίζεις!

Ανώνυμος είπε...

Σε προηγούμενη ζωή θα είσουν σίγουρα ινδιάνος.Το όνομά σου?"ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΠΟΥ ΤΡΕΧΕΙ" (VALES)

Ανώνυμος είπε...

"ΔΩΡΟ"
Καθρέφτη,
ξένος είμαι,μην κοιτάς
τα δάκρυά μου μόνο να φυλάς,
όταν θα πέφτουνε στη γη,
κανείς ποτέ να μην τα δει.
Καθρέφτη
που με βλέπεις κι απορείς,
τα όνειρά μου,ΟΧΙ,δεν θα δεις,
τα έχω κρύψει προ πολλού,
στο πίσω μέρος του μυαλού.
Καθρέφτη
δες το λίγο πιο απλά
ο εαυτός μου είσαι τελικά.
Είσαι αυτό που είμ' εγώ
ΕΛΠΙΔΑ,ΦΩΣ,ΧΩΜΑ,ΝΕΡΟ.
Καθρέφτη
δεν σε αντέχω άλλο πια
σε κάνω θρύψαλα,γυαλιά,
να μην φοβάμαι να σου πω
ότι πολύ τον αγαπώ...
ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΜΟΥ...ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Unknown είπε...

Είναι που λέει να μην σου μπει το μικρόβιο και υπάρχει βέβαια και η ανάλογη καλλιέργεια και τάλαντο να πιάσει , συνέχα ,συνέχα, βέβαια όποτε και όταν σου κάνει κέφι .

Ανώνυμος είπε...

Στην αρχή μου άρεσε σαν κείμενο. Πολύ καλό, δεν τρελάθηκα όμως... Στο τελείωμα... ΤΡΕΛΑΘΗΚΑ! ΤΡΕΛΑΘΗΚΑ λέμε. Φοβερό σαν σκέψη. "Α ΄γεια σου"

Άκης

παναγιώτα είπε...

Α γειά σου!
Το είχα διαβάσει και πέρσι αλλά τώρα μου φάνηκε ακόμη καλύτερο! Είναι λίγο παλιακό σαν σκέψη και σαν ύφος, αλλά μπορώ να το κινηματογραφήσω. Την έχω την εικόνα. Και το συναίσθημα.
Μου 'φτιαξες τη μέρα.