Διακόσα ρε φίλε. Να ένα νούμερο στο κοντέρ.
Άκου διακόσα.
Που να πας με το ποδήλατο διακόσα;
Αν και στην κατηφόρα έτρεχε. Δεν ήξερε πόσα, αλλά έτρεχε.
Άμα είχε τεντώσει κι αλυσίδα πήγαινε γαμώ.
Πόσο να κάνει τώρα αυτή εδώ με το 200 στο κοντερ και το Σουζούκι στα
καπάκια;
Δεν ήξερε αν είναι καλά τα Σουζούκι, κι ούτε τον ένοιαζε.
Δεν ήξερε πόσο κάνει το Σουζούκι κι ούτε τον ένοιαζε.
Ήθελε ν’ ανέβει πάνω και να το πιάσει απ’ τα κέρατα και να
πάει διακόσα.
Τον έβλεπε τον τύπο όποτε το βαζε μπροστά, ΝΑ ένα χαμόγελο.
Κάθε φορά. Μα τσατισμένος μα στις μαύρες, με το που ανέβαινε στο Σουζούκι
έσκαγε με τη μια το χαμόγελο.
Κι εγώ άμα ήταν να πάω διακόσα όποτε γούσταρα έτσι θα
χαμογελούσα.
Ξανακοίταξε το ποδήλατο. Τι να κλάσει;
Ωχ… αυτή τη γρατζουνιά δεν την είχε. Μπήκε μέσα στη μικρή
αυλή, άρπαξε την αλοιφή, έκατσε κατάχαμα στο δρόμο.
Κι η αλυσίδα ήθελε τέντωμα.
Ε βέβαια, τόσα χιλιόμετρα.
Σε λίγο είχαν γεμίσει γράσσα τα χέρια του. Γυάλισε και τις
ακτίνες, έσφιξε το φρένο και διόρθωσε το τιμόνι που απ’ τα χτυπήματα είχε γίνει
σαν εκείνους τους κεραυνούς που ζωγραφίζουνε στα μίκυ μάους.
Λες;
Έτρεξε μέσα στην αυλή και κοίταξε το μικρό τραπεζάκι δίπλα
στο βασιλικό. Τσακ, νάτο. Καινούριο πακέτο ΚΑΡΕΛΙΑ. Τι λες ρε φίλε;
Έκοψε προσεκτικά το χαρτάκι και πήρε και το κόκκινο
μανταλάκι απ’ την απλώστρα. Αφού κόκκινο ήταν το ποδήλατο.
Το έπιασε μαλακά λες και θα έγδερνε τις ακτίνες. Έσφιξε λίγο
ακόμα το κόντρα φρένο πίσω και φύλαξε αλοιφές και στουπί στο ντενεκάκι πίσω απ’
την πόρτα.
Κομπλέ.
Ανέβηκε πάνω και στην πρώτη πεταλιά άκουσε το ξερό κροτάλισμα
του Καρέλια. Πω ρε φίλε. Αυτά είναι. Και το Σαντέ καλό ήταν, αλλά το Καρέλια τα
‘σπαγε.
Κράτησε την ανάσα και πήρε κάτω την κατηφόρα. Το γόνατο τον
πονούσε ακόμα απ’ την προηγούμενη, την καλή, έξω απ’ το σχολείο.
Τσίτα φίλε. Τσίτα. Μισόκλεισε τα μάτια, σουρούπωνε, τέλος
Μαγιού, λίγο φως ανάμικτο με πηχτό σκοτάδι κύλισε στα μάτια, καθρέφτισε λίγο
ουρανό, το κόκκινο του ποδηλάτου, κοφτή ανάσα και φρένα κόντρα για τη στροφή
θα πέσει
όχι
κρατώντας την αστραπή που ζωγραφίζουν στα μίκυ μάους άφησε
μαλακά το φρένο και πατώντας δυνατά βγήκε στην ευθεία του πάρκου.
Κομμένη ανάσα και το χαρτάκι να ακούγεται μέχρι τον ουρανό.
Καρέλια ρε φίλε.
Ο ιδρώτας του έκαιγε το μάτια και μαζί έκαιγε το φως και το σκοτάδι
και το κόκκινο και τον ουρανό που καθρεφτίζονταν πάνω και τα κανε όλα ένα, όλα ένα, όλα
ένα
Πώς να είναι τα διακόσα;
1 σχόλιο:
http://youtu.be/d0VF7od68fM
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΜΩΡΕΕΕΕ???
ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΗΝ ΔΟΞΑ...
ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΔΟΞΑΑΑΑΑ!!!!
:D
ΥΓ:
Τελικά, αν προσπαθήσω λίγο,
μπορώ να γράφω και στα ελληνικά!!
ΥΓ2:
Ρε Λαζμαν... είσαι ένας μικρός θεούλης!
Για την πάρτη σου και μόνο, σκέφτομαι να κανονίσω να κατέβω Κρήτη, για τα "Καλά Κοπέλια"!
;)
cheers
Δημοσίευση σχολίου